Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παριζιάνικος
1 εγγραφή
παριζιάνικος -η -ο [parizjánikos] Ε5 : παρισινός: Παριζιάνικη μόδα / κουλτούρα. Παριζιάνικα μοντελάκια. Tα παριζιάνικα καφέ.

[παριζιά ν(ος) -ικος < γαλλ. parisi(en) -άνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες