Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρθένα
3 εγγραφές [1 - 3]
παρθένα η [parθéna] Ο25 αρσ. παρθένος [parθénos] Ο18 : 1. γυναίκα που δεν έχει έρθει σε ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή με άντρα, που διατηρεί άθικτο τον παρθενικό της υμένα: H γυναίκα που θα παντρευτώ θέλω να είναι ~. Οι κοπέλες που στολίζουν τον Επιτάφιο πρέπει να είναι παρθένες. || ως προσηγορικό όνομα της Παναγίας: Παναγιά μου Παρθένα! 2. (αρσ.) για άντρα που δεν έχει έρθει ακόμα σε σεξουαλική επαφή με γυναίκα.

[μσν. παρθένα < ελνστ. παρθέν(η) μεταπλ. < αρχ. ἡ παρθέν(ος) μεταπλ. -η· λόγ. < ελνστ. παρθένος ὁ]

παρθεναγωγείο το [parθenaγojío] Ο39 : σχολείο όπου φοιτούσαν μόνο μαθήτριες.

[λόγ. παρθέν(ος) + -αγωγείον κατά το νηπιαγωγείον]

παρθένος -α -ο [parθénos] Ε4 : 1. που είναι τελείως άθικτος, αγνός, ανόθευτος, που δεν έχει υποστεί φθορά από χρήση, εκμετάλλευση: Παρθένο δάσος, πυκνό, αδιάβατο, απάτητο. Παρθένα βλάστηση, πυκνή, πλούσια. Παρθένο λάδι / μαλλί / μέλι, ανόθευτο, εξαιρετικής ποιότητας. Tο χιόνι στις κορφές παραμένει παρθένο, απάτητο. Παρθένα περιοχή / έκταση, απάτητη, ανεκμετάλλευτη ακόμα. 2. (μτφ.) που δεν τον έχουν εξερευνήσει, διερευνήσει, εκμεταλλευτεί (και γι΄ αυτό παρέχει μεγάλες δυνατότητες προς αυτήν την κατεύθυνση): Οι νέες ιδέες βρήκαν παρθένο έδαφος και εξαπλώθηκαν ταχύτατα.

[λόγ. < αρχ. παρθένος `που δεν έχει γνωρίσει σεξουαλικές σχέσεις΄ σημδ. γαλλ. vierge & αγγλ. virgin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες