Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρεμπόριο
1 εγγραφή
παρεμπόριο το [parembório] Ο40 : η άσκηση εμπορίου με παράνομο τρόπο.

[λόγ. παρ(α)- 1 εμπόριο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες