Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρελθοντολογία η [parelθondolojía] Ο25 : (αρνητικά) η συχνή, επίμονη αναφορά σε γεγονότα ή σε καταστάσεις που ανήκουν πια στο (αρκετά μακρινό) παρελθόν: Aς αφήσουμε την ~ κι ας ασχοληθούμε με το μέλλον της χώρας.
[λόγ. παρελθοντ- (παρελθόν) -ο- + -λογία]



