Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παραπληροφόρηση
1 item total
παραπληροφόρηση η [paraplirofórisi] Ο33 : η (σκόπιμη) διάδοση, διοχέτευση ψευδών πληροφοριών με στόχο ή με αποτέλεσμα την παραπλάνηση, τη σύγχυση του αποδέκτη: Kάνω ~, παραπληροφορώ. Ορισμένοι κύκλοι καλλιεργούν τη σύγχυση και την ~ του ελληνικού λαού.

[λόγ. παρα- 1 πληροφόρη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. misinformation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go