Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρανοώ [paranoó] -ούμαι Ρ10.9 : εννοώ, καταλαβαίνω κτ. με λαθεμένο τρόπο, το παρερμηνεύω, το παρεξηγώ: Παρανόησε τα λόγια μου. Παρα νοήθηκαν οι δηλώσεις μου.
[λόγ. < αρχ. παρανοῶ]



