Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραμικρός
1 εγγραφή
παραμικρός -ή -ό [paramikrós] Ε1 : ο πάρα πολύ μικρός, ο ελάχιστος: Δεν έχω την παραμικρή όρεξη για φαΐ. Mας τα διηγήθηκε με τις παραμικρότερες λεπτομέρειες. || (ως ουσ.) το παραμικρό, το ελάχιστο: Δε θέλω ν΄ ακούσω το παραμικρό! || (έκφρ.) με το παραμικρό, με την ελάχιστη αιτία, αφορμή: Kλαίει / γελάει / θυμώνει / χαίρεται / μαλώνει με το παραμικρό.

[παρα- 2 + μικρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες