Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραθέτω [paraθéto] -ομαι, παρατίθεμαι [paratíθeme] Ρ αόρ. παρέθεσα και παράθεσα, απαρέμφ. παραθέσει, παθ. παρατίθεμαι, παρατίθεσαι, παρατίθεται, παρατιθέμεθα, παρατίθεστε, παρατίθενται, και (προφ.) παραθέτομαι, αόρ. παρατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρετέθη, παρετέθησαν, απαρέμφ. παρατεθεί : 1. παρουσιάζω, αναφέρω, εκθέτω μια σειρά γεγονότα, απόψεις, στοιχεία κτλ. το ένα δίπλα ή μετά το άλλο: Παραθέτει σημαντικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του. Στο κείμενο παρατίθενται και άχρηστες λεπτομέρειες. 2. συγκρίνω, παραβάλλω: Tα γεγονότα που παρατίθενται, οδηγούν σε κάποιο συμπέρασμα. 3. (στο γραπτό λόγο) αναφέρω, επαναλαμβάνω αυτούσιο το κείμενο (ή αποσπάσματα) ενός συγγραφέα μέσα σε δικό μου κείμενο: Ο συγγραφέας παραθέτει στίχους από τον Όμηρο. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθενται οι επιστολές του εκδότη προς το συγγραφέα. 4. (επίσ.) προσφέρω (ιδ. φαγητό): Θα παρατεθεί γεύμα προς τιμήν του ξένου πρωθυπουργού.
[λόγ. < αρχ. παρατίθημι (κατά το τίθημι > θέτω), παρατίθεμαι]