Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραδέχομαι [paraδéxome] Ρ3β : 1. δέχομαι, αναγνωρίζω κτ. ως αληθινό ή ως σωστό, το εγκρίνω, συμφωνώ μ΄ αυτό· (πρβ. αποδέχομαι): Δεν παραδέχεται τις μαρξιστικές ερμηνείες / απόψεις. 2. ομολογώ κτ., το αναγνωρίζω ως πραγματικό, ως γεγονός: Παραδέχτηκε ότι είπε ψέματα / ότι έσφαλε / ότι είχε άδικο. Γιατί δεν παραδέχεσαι ότι έκανες λάθος; Παραδέχτηκε την ήττα του. 3. αναγνωρίζω την αξία, τις ικανότητες κάποιου: Tον παραδέχτηκα για το θάρρος του. Aν καταφέρεις να τον πείσεις, θα σε παραδεχτώ.
[αρχ. παραδέχομαι]