Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραβάτης
1 εγγραφή
παραβάτης ο [paravátis] Ο10 θηλ. παραβάτιδα [paravátiδa] Ο28 & (λόγ.) παραβάτις [paravátis] : α. αυτός που αθετεί, που δεν τηρεί συμφωνίες, που παραβιάζει κανόνες, κανονισμούς κτλ.: ~ του νόμου. Οι παραβάτες του κανονισμού θα τιμωρούνται αυστηρά. β. (εκκλ.) αρνητής της θρησκευτικής πίστης: Iουλιανός ο ~.

[λόγ.: α: αρχ. παραβάτης· β: ελνστ. σημ.· λόγ. < ελνστ. παραβάτις, αιτ. -ιδα· λόγ. < ελνστ. παραβάτις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες