Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 502 εγγραφές [481 - 490] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραφωνώ [parafonó] Ρ10.9α : κάνω, δημιουργώ παραφωνία, φαλτσάρω.
[λόγ. παραφων(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. παραφωνῶ `διακόπτω για να μιλήσω΄)]
- παραχάραγμα το [paraxáraγma] Ο49 : το αποτέλεσμα του παραχαράζω. || η παραχάραξη.
[λόγ. < ελνστ. παραχάραγμα]
- παραχαράζω [paraxarázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. κατασκευάζω πλαστά χαρτονομίσματα ή κίβδηλα νομίσματα. 2. (μτφ.) ενεργώ συνειδητά με σκοπό να παραποιήσω, να διαστρέψω, να αλλοιώσω κτ.: ~ την αλήθεια / την ιστορία.
[λόγ. < αρχ. παραχαράσσω κατά το χαράσσω > χαράζω]
- παραχαράκτης ο [paraxaráktis] Ο10 θηλ. παραχαράκτρια [paraxaráktria] Ο27 : 1. αυτός που κατασκευάζει πλαστά χαρτονομίσματα ή κίβδηλα νομίσματα: H αστυνομία βρίσκεται στα ίχνη σπείρας παραχαρακτών. 2. (μτφ.) αυτός που παραποιεί, διαστρεβλώνει, αλλοιώνει σκόπιμα κτ.: ~ της ιστορίας / της αλήθειας / της λαϊκής εντολής.
[λόγ. < ελνστ. παραχαράκτης· λόγ. παραχαράκ(της) -τρια]
- παραχάραξη η [paraxáraksi] Ο33 : 1. η κατασκευή πλαστών χαρτονομισμάτων ή κίβδηλων νομισμάτων: H ~ χρήματος τιμωρείται αυστηρά από το νόμο. 2. (μτφ.) η παραποίηση, η διαστρέβλωση: ~ της αλήθειας / της ιστορίας / της πραγματικότητας.
[λόγ. < ελνστ. παραχάραξις (-σις > -ση) `διαφθορά΄ κατά τις σημ. του παραχαράζω]
- παραχειμάζω [paraximázo] Ρ2.1α : (λόγ.) περνώ κάπου το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω.
[λόγ. < ελνστ. παραχειμάζω]
- παράχορδος -η -ο [paráxorδos] Ε5 : (μουσ.) 1. που είναι παράτονος, παράφωνος. 2. (για όργανο) που είναι κακοκουρντισμένος, ξεκούρντιστος.
[λόγ. < ελνστ. παράχορδος]
- παραχρήμα [paraxríma] επίρρ. : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση αυθωρεί* και ~.
[λόγ. < αρχ. παραχρῆμα]
- παράχωμα το [paráxoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραχώνω.
[παραχώ(νω) -μα (διαφ. το ελνστ. παράχωμα `ανάχωμα΄)]
- παραχώνομαι [paraxónome] Ρ1β : (λαϊκ.) ενοχλώ κπ. υπερβολικά: Mη μου παραχώνεσαι, γιατί θα σε δείρω.
[παρα- 2 + χώνομαι]



