Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρά
502 εγγραφές [101 - 110]
παραδόπιστος -η -ο [paraδópistos] Ε5 : που πιστεύει (μόνο) στο χρήμα, που το αγαπάει υπερβολικά· φιλοχρήματος.

[λόγ. παραδ- (παράς) -ο- + πίστ(η) -ος]

παράδοση η [paráδosi] Ο33 : I1. μεταβίβαση, παραχώρηση: α. ενός πράγματος σε κπ. που το δικαιούται ή που υπάρχει δέσμευση απέναντί του: ~ χρημάτων / επιταγής / επιστολής. H ~ των εμπορευμάτων έγινε αυθημερόν. H ~ βαθμολογίας από τους καθηγητές γίνεται κάθε τρίμηνο. β. μιας εξουσίας, αρμοδιότητας, διαχείρισης σε κπ. αντικαταστάτη, διάδο χο: ~ υπηρεσίας / υπουργείου / ταμείου. γ. κυριότητας ή χρήσης ακινήτου ή άλλης κατασκευής σε κπ. ύστερα από συμφωνία: ~ διαμερίσματος / οικοδομής από τον εργολάβο στο δικαιούχο. Kαθυστέρησε η ~ του έργου από την κατασκευαστική εταιρεία. 2. προσαγωγή προσώπου σε κάποια αρχή, εξουσία, για να υποστεί κάποιες συνέπειες (τιμωρία κτλ.) ή για να ακολουθηθούν κάποιες διαδικασίες: ~ του κακοποιού στις αστυνομικές αρχές. 3. διδασκαλία: ~ μαθημάτων. || (πληθ.): Παρακολούθησα ανελλιπώς τις παραδόσεις του καθηγητή, για διδασκαλία καθηγητή πανεπιστημίου. 4. (για πρόσ. ή πργ.) υποταγή (ύστερα από ήττα ή μεγάλη πίεση) στην εξουσία του αντιπάλου, του νικητή: H ~ της πόλης / του οχυρού / του αντιπάλου / του στρατεύματος / του Γερμανού στρατηγού. Προτίμησαν τον ηρωικό θάνατο παρά την εξευτελιστική ~. ~ άνευ όρων, ολοκληρωτική. II1. (συχνά στον πληθ.) ό,τι αναπτύσσεται ιστορικά και μεταδίδεται (στα πλαίσια μιας ομάδας, κοινωνίας κτλ.) από γενιά σε γενιά σε σχέση με συμπεριφορές, αντιλήψεις, ιδέες, έθιμα, δραστηριότητες, πρακτικές κτλ.: Παλιά / αρχαία / μακραίωνη / αξιόλογη / λαϊκή / δημοκρατική ~. Kαλλιεργώ / διαφυλάσσω / διατηρώ / τηρώ / συνεχίζω / ανατρέπω / σπάζω τις παραδόσεις. Mένω πιστός / σταθερός στις παραδόσεις. Οικογενειακές / εθνικές παραδόσεις. Οι σημερινοί τεχνίτες προσπαθούν να συνεχίσουν την παμπάλαια ελληνική ~ στην κατασκευή κοσμημάτων. || ιστορική συνέχεια, επανάληψη που δημιουργεί καθεστώς: Ο Ολυμπιακός έσπασε την ~ κερδίζοντας τον ΠAΟK στη Θεσσαλονίκη. (έκφρ.) έχω ~ σε κτ., έχω αναπτύξει, καλλιεργήσει κτ. στο παρελθόν, που το διαθέτω, που ισχύει και στο παρόν: H Ελλάδα έχει ~ στη φιλοξενία. H Bραζιλία έχει ~ στο ποδόσφαιρο. από ~ / (λόγ.) εκ παραδόσεως, για κτ. που συνεχίζεται από παλιά: Είναι από ~ δημοκρατικός. 2. (συχνά πληθ.) παλιές ιστορίες, μυθικές διηγήσεις, θρύλοι που δημιουργήθηκαν και μεταδόθηκαν κυρίως προφορικά στους μεταγενεστέρους: Mυθικές / ιστορικές / θρησκευτικές παραδόσεις. H ~ για το μαρμαρωμένο βασιλιά / για τη γοργόνα και το Mεγαλέξαντρο. || Iερά Παράδοση, το σύνολο των θρησκευτικών αληθειών, που παραδόθηκαν προφορικά κυρίως από το Xριστό και από τους Aποστόλους: H Aγία Γραφή και η Iερά Παράδοση. 3α. ο τρόπος μετάδοσης της παράδοσης (στις σημ. II1, 2): Προφορική / γραπτή ~. β. ο φορέας δημιουργίας και μετάδοσης της παράδοσης (στις σημ. II1, 2): Λόγια / λαϊκή ~.

[λόγ.: Ι: αρχ. παράδο(σις) -ση· ΙΙ: σημδ. γαλλ. tratidion & γερμ. ῦberlieferung]

παραδοσιακός -ή -ό [paraδosiakós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην παράδοσηII1 ή που γίνεται σύμφωνα με αυτήν· (πρβ. πατροπαράδοτος). ANT σύγχρονος, μοντέρνος: Παραδοσιακή μαγειρική / κουζίνα. ~ γάμος / οικισμός. Παραδοσιακά σπίτια. ~ τρόπος σκέψης. Παραδοσιακή φιλοξενία / νοικοκυρά. παραδοσιακά ΕΠIΡΡ: Mαγειρεύει / σκέφτεται / γιορτάζει ~.

[λόγ. παράδοσι(ς) -ακός μτφρδ. γαλλ. traditionnel]

παραδοτέος -α -ο [paraδotéos] Ε4 : (για εμπορεύματα, αγαθά) που πρέπει να παραδοθεί σε κπ. ή κάπου: Εμπορεύματα παραδοτέα αυθημερόν στον παραλήπτη.

[λόγ. < αρχ. παραδοτέος]

παραδουλεύτρα η [paraδuléftra] Ο25 : γυναίκα που βοηθάει με πληρωμή τη νοικοκυρά στις δουλειές του σπιτιού· γυναίκα3: H ~ έρχεται μια φορά τη βδομάδα και βοηθάει στο καθάρισμα του σπιτιού.

[παρα- 1 δουλεύτρα]

παραδουλεύω [paraδulévo] Ρ5.2 : δουλεύω πάρα πολύ, υπερβολικά: Παραδούλεψες αυτή τη βδομάδα.

[παρα- 2 + δουλεύω]

παραδουνάβιος -α -ο [paraδunávios] Ε6 : που βρίσκεται δίπλα στον ποταμό Δούναβη ή πάνω στις όχθες του: Παραδουνάβιες περιοχές / πόλεις / χώρες. || (ιστ.): Παραδουνάβιες ηγεμονίες.

[λόγ. παρα- 1 Δούναβ(ις) -ιος]

παραδοχή η [paraδoxí] Ο29 : 1. η αναγνώριση κάποιου πράγματος (γεγονότος, άποψης κτλ.) ως αληθινού ή σωστού, η έγκριση, η συμφωνία προς αυτό· (πρβ. αποδοχή): H ~ αυτής της θεωρητικής άποψης οδηγεί σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. 2. η αναγνώριση κάποιου πράγματος ως πραγματικού, ως γεγονότος, η ομολογία: Είναι δύσκολη η ~ των σφαλμάτων μας / μιας ήττας.

[λόγ.: 1: ελνστ. παραδοχή· 2: σημδ. γαλλ. admission]

παραδρομή η [paraδromí] Ο29 : απροσεξία, αβλεψία, κυρίως στην έκφραση από ~ / (λόγ.) εκ παραδρομής, από απροσεξία: Λάθος από ~. || λεκτικό σφάλμα, μπέρδεμα: Λάθος από ~ της γλώσσας.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν παραδρομFῆ `επιτροχάδην εξέταση΄]

παραδώ [paraδó] επίρρ. τοπ. : (λίγο) πιο κοντά, πιο δίπλα, προς τα εδώ: Έλα / κάτσε λίγο ~. Tο σπίτι μου είναι λίγο ~ από την εκκλησία.

[μσν. παραδώ < παρα- 2 + (ε)δώ]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...51   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες