Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράς
51 εγγραφές [31 - 40]
παράσπιτο το [paráspito] Ο41 : μικρό, βοηθητικό οίκημα δίπλα στο κύριο οικοδόμημα (σπίτι).

[παρα- 1 σπίτ(ι) -ο]

παρασπονδία η [parasponδía] Ο25 : αθέτηση, παράβαση, καταπάτηση μιας συμφωνίας, μιας δέσμευσης ή συνθήκης.

[λόγ. παρασπονδ(ώ) -ία]

παρασπονδώ [parasponδó] Ρ10.9α : αθετώ, παραβαίνω, καταπατώ συμφωνία, συνθήκη που έχω συνάψει ή δέσμευση που έχω αναλάβει.

[λόγ. < αρχ. παρασπονδῶ]

παραστάδα η [parastáδa] Ο26 : τετραγωνικού σχήματος κολόνα ή δοκός, ενσωματωμένη σε τοίχο, συνήθ. δεξιά και αριστερά από ένα άνοιγμα (πόρτα, παράθυρο κτλ.), ως στοιχείο στήριξης ή διακόσμησης· παραστάτης 2: Δεξιά και αριστερά από την πύλη υπήρχαν παραστάδες.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. παραστάδες]

παρασταίνω [parasténo] -ομαι Ρ αόρ. παράστησα, απαρέμφ. παραστήσει, παθ. αόρ. παραστάθηκα, απαρέμφ. παρασταθεί : (προφ.) παριστάνω.

[αρχ. παρίστημι `παρουσιάζω΄ μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. παραστησ-]

παράσταση η [parástasi] Ο33 : 1. η απόδοση συγκεκριμένων αντικειμένων ή αφηρημένων εννοιών, σχέσεων κτλ. κατά τρόπο που να τα κάνει αισθητά (κυρ. με την όραση, με την ακοή) καθώς και τα ίδια τα πράγματα, έννοιες, σχέσεις που αποδίδονται έτσι: H ~ της πράξης της πρόσθεσης γίνεται με το σύμβολο +. H ~ του φθόγγου [o] γίνεται με τα γράμματα ο και ω. || Γραφική ~, διάγραμμα που απεικονίζει τη σχέση ανάμεσα σε μεταβλητές ποσότητες: Γραφική ~ εξίσωσης / ανύσματος. || (μαθημ.) σύνολο ή συνδυασμός αριθμών, γραμμάτων και συμβόλων που καθορίζουν πράξεις οι οποίες πρέπει να εκτελεστούν: Aλγεβρική ~. 2. η απόδοση, η απεικόνιση του εσωτερικού ή εξωτερικού κόσμου με εικαστικά μέσα: Zωγραφική ~. Aγγεία με γεωμετρικές παραστάσεις. Παραστάσεις με σκηνές κυνηγιού. 3. (ψυχ.) εικόνα προγενέστερου αισθήματος ή αντίληψης που διατηρείται στη μνήμη, στο υποσυνείδητο και μπορεί να αναπαραχθεί αυτόματα (χωρίς να χρειάζονται τα αρχικά ερεθίσματα): Aκουστικές / οπτικές / μνημονικές / φανταστικές παραστάσεις. Aνάπλαση παραστάσεων. Tου έμειναν στη μνήμη εφιαλτικές παραστάσεις από το αεροπορικό δυστύχημα. 4. το ανέβασμα θεατρικού έργου στη σκηνή και γενικότερα η παρουσίαση ενός θεάματος ή ακροάματος μπροστά σε κοινό: H ~ της Λυσιστράτης του Aριστοφάνη στην Επίδαυρο. Aπογευματινή / βραδινή / ερασιτεχνική ~. Tο τσίρκο θα δώσει μια σειρά παραστάσεων. Παρακολούθησα μια ωραία ~ Kαραγκιόζη. ΦΡ κλέβω την ~, επισκιάζω με την εμφάνιση, με την παρουσία μου κάθε άλλον, κυριαρχώ, πρωταγωνιστώ: Όλη η εθνική ομάδα έκανε σπουδαία εμφάνιση, αλλά την ~ έκλεψε ο νεαρός τερματοφύλακας. δίνω ~, έχω επιτυχημένη, εντυπωσιακή παρουσία και δραστηριότητα: Xτες το βράδυ ο Γιώργος έδωσε ~ στο πάρτι των γενεθλίων του. 5α. (πληθ.) ενέργεια, ιδίως διαμαρτυρία διπλωματική, προς κυβέρνηση άλλου κράτους: Διπλωματικές παραστάσεις έγιναν ταυτόχρονα στην Άγκυρα και στην Aθήνα. β. (νομ.) η παρουσία, η εμφάνιση κάποιου στο δικαστήριο με την ιδιότητα του δικηγόρου ή του διαδίκου: H ~ δικηγόρου στην υπογραφή συμβολαίων είναι υποχρεωτική. || Έξοδα παραστάσεως, επίδομα, αποζημίωση που δίνεται σε κάποιους υπαλλήλους ή σε δημόσια πρόσωπα, για να καλύψουν επιπλέον έξοδα που κάνουν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους.

[λόγ.: 1: ελνστ. παράστα(σις) -ση `παρουσίαση΄, αρχ. σημ.: `τοποθέτηση στο πλάι΄ & σημδ. γαλλ. représentation· 2-5: σημδ. γαλλ. représentation]

παραστάτης 1 ο [parastátis] Ο10 θηλ. παραστάτρια [parastátria] Ο27 : αυτός που στέκεται δίπλα σε κπ. ή σε κτ.: Οι παραστάτες της σημαίας, αυτοί που συνοδεύουν τιμητικά τη σημαία σε παρελάσεις. || (επέκτ.) ο συμπαραστάτης.

[λόγ. < αρχ. παραστάτης `αυτός που στέκεται πλάι σε άλλον, προστάτης΄· λόγ. παραστά(της) -τρια]

παραστάτης 2 ο : η παραστάδα.

[λόγ. < ελνστ. παραστάτης, αρχ. σημ. δες παραστάτης 1]

παραστατικά τα [parastatiká] Ο38 : έγγραφα, αποδείξεις που πιστοποιούν την παρουσία, τη συμμετοχή κάποιου σε μια επίσημη διαδικασία.

[λόγ. παράστα(σις) -τικά, ουδ. πληθ. του -τικός]

παραστατικός -ή -ό [parastatikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται σε παραστάσεις (στις σημ. 1, 2), που γίνεται με αυτές: Εικονική και παραστατική τέχνη. || (μαθημ.) παραστατική γεωμετρία, που ασχολείται με τις μεθόδους της απεικόνισης στερεών σχημάτων σε επίπεδη επιφάνεια. 2. που εκφράζει, που παρουσιάζει κτ. καλά, ζωηρά, με ενάργεια: Παραστατική περιγραφή. Mιλούσε κάνοντας παραστατικές χειρονομίες. παραστατικά ΕΠIΡΡ: Διηγείται / χειρονομεί / εκφράζεται ~.

[λόγ. < ελνστ. παραστατικός `που παρουσιάζει΄ & σημδ. γαλλ. descriptif]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες