Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανί το [paní] Ο43 : 1.κομμάτι ύφασμα (για οποιαδήποτε μη ειδική και μάλλον πρόχειρη χρήση): Πάρε ένα ~ να ξεσκονίσεις τα έπιπλα. || (παρωχ.) συνηθέστερα για λινό ή βαμβακερό ύφασμα και μάλιστα αλεύκαντο. ΦΡ έγινε (σαν) ~ (το πρόσωπό του), έγινε κάτωχρος (από θυμό, φόβο ή άλλο συναίσθημα). είμαι / μένω ~ με ~, δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι απένταρος, είμαι ταπί. κόκκινο* ~. 2. ιστίο σκάφους, βάρκας ή πλοίου· άρμενο: Bάρκα με ~. Tο αεράκι φούσκωνε τα πανιά. Mάζεψε το ~ κι έπιασε τα κουπιά. (έκφρ.) κάνω / ανοίγω πανιά, (για ιστιοφόρο ή αυτούς που το κυβερνούν ή επιβαίνουν σ΄ αυτό) απλώνω τα πανιά και αποπλέω. ΦΡ στέκομαι στα πανιά, είμαι έτοιμος να αποπλεύσω και μτφ., είμαι έτοιμος και ανυπομονώ να αναχωρήσω. (λαϊκ.) του ΄δωσα ~, τον έδιωξα για πάντα ή μακριά.
πανάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. πανίον υποκορ. του ελνστ. πάνν(ος) -ίον < λατ. pann(us) -ος (ορθογρ. απλοπ.)]
- πανιάζω [panázo] Ρ2.1α μππ. πανιασμένος : (προφ.) 1. αποκτώ πανάδες. 2. χλωμιάζω, γίνομαι κατακίτρινος (από ταραχή, φόβο, τρόμο κτλ.)· γίνομαι πανί. 3. (για τρόφιμα) μουχλιάζω.
[πάν(α δες και πανάδα) -ιάζω]
- πάνιασμα το [pánazma] Ο49 : (προφ.) το αποτέλεσμα του πανιάζω.
[πανιασ- (πανιάζω) -μα]
- πανίδα η [paníδa] Ο26 : το σύνολο των ζώων μιας περιοχής, ενός τόπου: Πλούσια ~. H ~ και η χλωρίδα.
[λόγ. παν(ίς) -ίδα < αρχ. Πᾶν (όν. του αρχ. ποιμενικού θεού) -ίς, μτφρδ. νλατ. fauna (στη νέα σημ.) < υστλατ. Fauna (ρωμαϊκή θεά αδελφή του Faunus, ρωμαϊκού ποιμενικού θεού που ταυτίστηκε με τον Πάνα)]
- πανίερος -η -ο [paníeros] Ε5 : συνήθ. στον υπερθετικό βαθμό πανιερότατος, ως τιμητική προσφώνηση μητροπολίτη ή επισκόπου (της ορθόδοξης εκκλησίας).
[λόγ. < ελνστ. πανίερος]
- πανικό το [panikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : (προφ., με περιλ. σημ.) κομμάτια από πανί (ύφασμα), χρήσιμα ή άχρηστα.
[παν(ί) -ικό, ουδ. του -ικός]
- πανικοβάλλω [panikoválo] -ομαι Ρ πρτ. πανικόβαλλα, αόρ. πανικόβαλα, απαρέμφ. πανικοβάλει, παθ. αόρ. πανικοβλήθηκα, απαρέμφ. πανικοβληθεί, μππ. πανικοβλημένος : 1.προκαλώ σε κπ. πανικό: Aντί να τους καθησυχάσει, τους πανικόβαλε ακόμα περισσότερο. 2. (παθ.) καταβάλλομαι, κυριαρχούμαι από πανικό· με πιάνει πανικός: Έως ότου καταλάβω πως άδικα είχα πανικοβληθεί, το κακό πέρασε. Έφυγαν πανικοβλημένοι, πανικόβλητοι.
[λόγ. πανικ(ός) -ο- + βάλλω μτφρδ. αγγλ. throw into panic, panic (panic < αρχ. πανικός)]
- πανικόβλητος -η -ο [panikóvlitos] Ε5 : που τον έχουν πανικοβάλει, που έχει καταληφθεί από πανικό· πανικοβλημένος: Tο πλήθος έτρεχε πανικόβλητο να κρυφτεί. || που δείχνει, εκφράζει πανικό: Γρήγορα, να φύγουμε, είπε με ύφος πανικόβλητο. Πανικόβλητες φωνές. Πανικόβλητο βλέμμα.
[λόγ. πανικ(ός) -ο- + αρχ. βλητ(ός) `χτυπημένος΄ -ος μτφρδ. αγγλ. panick-stricken]
- πανικός ο [panikós] Ο17 : η κατάσταση ατόμου ή, συνηθέστερα, συνόλου το οποίο κυριαρχείται από ένα ισχυρότατο συναίσθημα φόβου, εξαιτίας επικείμενου κινδύνου ή απειλής, και έτσι αδυνατεί να σκεφτεί και να ελέγξει τη συμπεριφορά του: Mε πιάνει ~. Kυριεύομαι από πανικό, πανικοβάλλομαι. Προκαλώ πανικό, πανικοβάλλω. Φέρνω / σκορπίζω / σπέρνω τον πανικό. Σκηνές πανικού. Φωνές πανικού. Πράξεις / φαινόμενα πανικού. Οι φήμες για επικείμενο σεισμό προκάλεσαν πανικό στους κατοίκους. Οι φήμες για υποτίμηση της δραχμής προκάλεσαν πανικό στο χρηματιστήριο. || Ο ~ της ήττας / της αποτυχίας, που προκαλείται από το φόβο ήττας ή ως αποτέλεσμα αυτής. || Ο ~ της φυγής, η κατάσταση σύγχυσης κατά τη φυγή λόγω πανικού.
[λόγ. < αρχ. επίθ. πανικός `που αναφέρεται στο θεό Πάνα΄, επειδή οι θόρυβοι που ακούγονται στα βουνά και στις κοιλάδες αποδίδονταν σ΄ αυτόν]
- πάνινος -η -ο [páninos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από πανί· υφασμάτινος: Πάνινη τσάντα. Πάνινα παπούτσια.
[παν(ί) -ινος]



