Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανάσχημος
1 εγγραφή
πανάσχημος -η -ο [panásximos] Ε5 : πάρα πολύ άσχημος.

[λόγ. παν- + άσχημος κατά το αντ. πανέμορφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες