Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανάκριβος
1 εγγραφή
πανάκριβος -η -ο [panákrivos] Ε5 : που η τιμή πώλησης (και αγοράς) του είναι πολύ ή υπερβολικά υψηλή· πάρα πολύ ή υπερβολικά ακριβός. ANT πάμφθηνος: Πανάκριβα ρούχα / κοσμήματα / ποτά. || που πουλά αγαθά ή υπηρεσίες σε υψηλότατη τιμή: Πανάκριβο εστιατόριο / ξενοδοχείο. ~ μανάβης. πανάκριβα ΕΠIΡΡ σε πανάκριβη τιμή: Aγοράζω / πουλώ κτ. ~.

[λόγ. παν- + ακριβ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες