Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παμπάλαιος
1 εγγραφή
παμπάλαιος -η / -α -ο [pambáleos] Ε5, Ε6 : πάρα πολύ παλαιός: Πελώρια παμπάλαιη βελανιδιά. Έθιμο παλαιό, παμπάλαιο, μα ακόμα ζωντανό.

[λόγ. < αρχ. παμπάλαιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες