Dictionary of Standard Modern Greek
| 152 items total [81 - 90] | << First < Previous Next > Last >> |
- παλιλλογώ [paliloγó] Ρ10.9α : επαναλαμβάνω τα ίδια λόγια, τις ίδιες λέξεις ή φράσεις.
[λόγ. < αρχ. παλιλλογῶ]
- παλιμβάκχειος ο [palimvákxios] Ο20α : στην αρχαία ποίηση, μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο μακρόχρονες και μία βραχύχρονη συλλαβή.
[λόγ. < ελνστ. παλιμβάκχειος]
- παλιμπαιδισμός ο [palimbeδizmós] Ο17 : η τάση ενός ηλικιωμένου ατόμου να συμπεριφέρεται σαν παιδί, καθώς και η ίδια η συμπεριφορά.
[λόγ. < ελνστ. παλιμπαιδ- (παλίμπαις `ξανά παιδί΄) -ισμός]
- παλίμψηστος -η -ο [palímpsistos] Ε5 : για αρχαίο χειρόγραφο (πάπυρο, περγαμηνή), του οποίου το αρχικό κείμενο ξύστηκε για να γραφτεί πάνω σε αυτό άλλο κείμενο: ~ κώδικας. Παλίμψηστη περγαμηνή. || (ως ουσ.) το παλίμψηστο.
[λόγ. < ελνστ. παλίμψηστος]
- παλιν- [palin], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή οδοντικό σύμφωνο ή [n] & παλιγ- [paliŋ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από υπερωικό σύμφωνο & παλιμ- [palim], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από χειλικό σύμφωνο & παλιλ- [palil], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [l] & παλιρ- [palir] όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [r] & παλίν- [palín] ή παλίμ- [palím] ή παλίρ- [palír], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & παλι- 1 [pali], κυρίως σε αντιδάνειες λέξεις : α' συνθετικό κυρίως σε λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· δηλώνει συνήθ. κατεύθυνση προς τα πίσω ή προς την αφετηρία και επανάληψη αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~δρομώ· ~όρθωση, παλιγγενεσία, παλιλλογία, παλιμβάκχειος, ~νοστώ, παλίρροια, παλιρροϊκός, παλίμψηστος, παλίνδρομος. || παλικινησία.
[λόγ. < αρχ. παλιν- (& παλιγ-, παλιμ-, παλιλ-, παλιρ- ανάλογα με το σύμφ. που ακολουθεί) < επίρρ. πάλιν `πάλι, με αντίστροφη κίνηση΄ ως α' συνθ.: αρχ. παλίρ-ροια, παλιν-ῳδία, ελνστ. παλιγ-γενεσία, παλιμ-βάκχειος & διεθ. palin- < αρχ. παλιν-: παλιγ-γένεσις `αναπαραγωγή κληρονομικών χαρακτηριστικών΄ < διεθ. palin- + -genesis]
- παλινδρόμηση η [palinδrómisi] Ο33 : κίνηση τμήματος μηχανισμού εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, πάνω στην ίδια τροχιά και σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
[λόγ. < μσν. παλινδρόμησις `υποχώρηση΄ < παλινδρομη- (παλινδρομώ) -σις > -ση σημδ. γαλλ. recul ή αγγλ. recoil]
- παλινδρομικός -ή -ό [palinδromikós] Ε1 : που κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, πάνω στην ίδια τροχιά και σε ορισμένο χρονικό διάστημα: Παλινδρομική κίνηση.
παλινδρομικώς & παλινδρομικά ΕΠIΡΡ μπρος πίσω ή πάνω κάτω ή αριστερά δεξιά: Kινούμαι ~, παλινδρομώ. [λόγ. < ελνστ. παλινδρομικός `που επανέρχεται΄ σημδ. αγγλ. retro gressive· λόγ. παλινδρομικ(ός) -ώς]
- παλινδρομώ [palinδromó] Ρ10.9α : 1.(για τμήμα μηχανισμού) κάνω παλινδρομικές κινήσεις· κινούμαι παλινδρομικώς. 2. (μτφ.) δείχνω ότι δέχομαι πότε τη μία και πότε την άλλη από δύο διαφορετικές γνώμες.
[λόγ. < αρχ. παλινδρομῶ `επιστρέφω΄ σημδ. γαλλ. reculer ή αγγλ. recoil]
- παλιννόστηση η [palinóstisi] Ο33 : 1.η επιστροφή κάποιου στην πατρίδα, ύστερα από μακρόχρονη απουσία· επαναπατρισμός, νόστος: Όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο η προοπτική της παλιννόστησής του απομακρυνόταν. 2. (μτφ.) για την επιστροφή κάποιου στον ιδεολογικό, πολιτικό κτλ. χώρο του.
[λόγ. παλιννοστη- (παλιννοστώ) -σις > -ση]
- παλιννοστούντες οι [palinostúndes] Ο (βλ. Ε12β) : αυτοί που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, ύστερα από μακρόχρονη απουσία. || (ως επίθ.): ~ πρόσφυγες.
[λόγ. ουσιαστικοπ. πληθ. μεε. του ρ. παλιννοστώ]



