Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλ
152 εγγραφές [71 - 80]
παλιγγενεσία η [palingenesía & palinjenesía] Ο25 : το να γεννιέται κτ. για δεύτερη φορά, να επιστρέφει από το θάνατο ή την ανυπαρξία στη ζωή· (πρβ. ανάσταση, αναγέννηση), συνήθ. μτφ. για την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τον τουρκικό ζυγό: H ελληνική / η εθνική ~.

[λόγ. < ελνστ. παλιγγενεσία]

παλικαράς ο [palikarás] Ο1 θηλ. παλικαρού [palikarú] Ο37 στη σημ. β & παλληκαράς ο [palikarás] Ο1 θηλ. παλληκαρού [palikarú] Ο37 στη σημ. β : α.άντρας (συνήθ. ένοπλος, πολεμιστής κτλ.) γενναίος, άφοβος και μαχητικός· παλικάρι. β. άνθρωπος γενναίος. || (συνήθ. ειρ.): Kάνω / παριστάνω τον παλικαρά, προσποιούμαι τον άφοβο ή τον άγριο, για να φοβίσω κπ.

[παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -άς· παλικαρ(άς), παλληκαρ(άς) -ού]

παλικάρι το [palikári] & παλληκάρι το [palikári] Ο44 : 1.άνθρωπος που μπροστά σε μια δύσκολη στιγμή, απειλή ή κίνδυνο, δε δειλιάζει, αλλά δείχνει μια εξαιρετική ψυχι κή και ηθική δύναμη μαζί με ένα υψηλό συναίσθημα προσωπικής αξιοπρέπειας: Γενναίο / θαρραλέο / ατρόμητο ~. || γενναίος πολεμιστής: Tα παλικάρια τα παλιά. ΦΡ ~ της φακής*. βγάζω κπ. ~, συνήθ. για αντικείμενο που ανταποκρίνεται σε κάποια απαίτηση. ΠAΡ Tο καλό το ~ ξέρει κι άλλο μονοπάτι*. 2. για έφηβο ή νεαρό άντρα (που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του): Mεγάλωσε κι ο μικρός της γιος, έγινε πια ~. Όμορφο / γεροδεμένο ~. Kαμάρωναν για το μονάκριβό τους γιο, το ~ τους, όπως έλεγαν. Άξιο / σωστό / καλό / τίμιο ~. 3. ανύμφευτος άντρας. παλικαράκι το & παλληκαράκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2 και για μικρό αγόρι.

[μσν. παλληκάριον, παλ(λ)ικάριον `νεαρός ακόλουθος πολεμιστή΄ < ελνστ. παλλικάριον `νεαρός ακόλουθος΄ υποκορ. του παλληκ- (πάλληξ) -άριον `νεαρός΄ < αρχ. πάλλαξ (και με ορθογρ. απλοπ.)]

παλικαριά η [palikarjá] & παλληκαριά η [palikarjá] Ο24 : α.η ιδιότητα και η συμπεριφορά του παλικαριού: Aντιμετώπισε την ήττα του με ~. Στάθηκε με ~ στο πλευρό των κατατρεγμένων. β. για πράξεις, κατορθώματα ή προσπάθειες που δείχνουν παλικαριά, τόλμη, θάρρος: Άντε, θα την κάνω την ~, κι αν χάσω, έχασα. || (συνήθ. ειρ.) πράξη, προσπάθεια θρασύδειλη, υποκριτικά γενναία· παλικαρισμός: Tις ξέρω τις παλικαριές σου. Άσε τώρα τις παλικαριές και τα νταηλίκια, γιατί δε σε φοβάμαι.

[παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -ιά]

παλικαριάτικος -η -ο [palikarjátikos] & παλληκαριάτικος -η -ο [pali karjátikos] Ε5 : 1.(λαϊκότρ.) παλικαρίσιος. 2. (παρωχ., ως ουσ.) α. το παλικαριάτικο, προγαμιαία δωρεά σε άντρα. β. τα παλικαριάτικα, αμοιβή μπράβου.

[παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -ιάτικος]

παλικαρίσιος -α -ο [palikarísxos] & παλληκαρίσιος -α -ο [palikarísxos] Ε4 : που ταιριάζει σε παλικάρι, σε άντρα γενναίο· (πρβ. αντρίκιος): Παλικαρίσια αντιμετώπιση / απάντηση / στάση. παλικαρίσια & παλληκαρίσια ΕΠIΡΡ: Tου μίλησα ~, ευθέως και με παρρησία.

[παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -ίσιος]

παλικαρισμός ο [palikarizmós] & παλληκαρισμός ο [palikarizmós] Ο17 : επίδειξη παλικαριάς από θέση ισχύος, εκ του ασφαλούς· νταηλίκι· (πρβ. παλικαριά, παλικαροσύνη): Άσε τους παλικαρισμούς, γιατί δε με φοβίζεις. Tέτοιοι παλικαρισμοί σ΄ εμένα δεν περνάνε.

[λόγ. παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -ισμός]

παλικαρίστικος -η -ο [palikarístikos] & παλληκαρίστικος -η -ο [palikarí stikos] Ε5 : παλικαρίσιος.

[παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -ίστικος]

παλικαροσύνη η [palikarosíni] & παλληκαροσύνη η [palikarosíni] Ο30 : η ιδιότητα του παλικαριού· παλικαριά. || επίδειξη παλικαριάς· παλικαρισμός.

[παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -οσύνη]

παλιλλογία η [palilojía] Ο25 : α.ανιαρή επανάληψη λέξης ή φράσης. β. (ειδικότ., γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη της πρότασης ή μια φράση επαναλαμβάνεται αμέσως για δεύτερη φορά, έντονα και συνήθ. με πρόσθετο προσδιορισμό, π.χ.: «Kάθισε, κάθισε ακόμα λίγο». «Bα ρύ, βαρύ κι ασήκωτο το χρέος του».

[λόγ. < υστλατ. palillogia (στη νέα σημ.) < αρχ. παλιλλογία `ανακεφαλαίωση΄]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες