Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 152 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάλαι [pále] επίρρ. χρον. : (λόγ.) συνήθ. στην έκφραση ~ ποτέ, σε κάποια παλαιά εποχή, κάποτε κατά το παρελθόν. || (ως ουσ.) το πάλαι, κατά τον παλαιό καιρό.
[λόγ. < αρχ. πάλαι]
- παλαιικός -ή -ό [paleikós] Ε1 : που ανήκει σε μια πολύ παλαιά και περασμένη εποχή: Παλαιικά τραγούδια / ήθη. Παλαιικοί θρύλοι. Παλαιικές φορεσιές. Παλαιικό μοναστήρι. Παλαιική εικόνα. Mια παλαιική μορ φή, που ερχόταν από τα βάθη των αιώνων.
[μσν. παλαι(ός) -ικός]
- παλαίμαχος -η -ο [palémaxos] Ε5 : ως τιμητικός χαρακτηρισμός προσώ που που ανάλωσε τη ζωή του σε κπ. αγώνα και γι΄ αυτό έχει μεγάλη πεί ρα· (πρβ. βετεράνος): ~ στρατιώτης / αγωνιστής της δημοκρατίας / πολιτικός / συνδικαλιστής / σοσιαλιστής. ~ δικηγόρος / ηθοποιός. || (ως ουσ., συνήθ. πληθ.) οι παλαίμαχοι.
[λόγ. πάλαι + -μαχος κατά το απόμαχος]
- παλαιο- [paleo] : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. παλιο-). I. με αναφορά συνήθ. στην έννοια του: 1. παλιός, όχι καινούριος και μάλιστα κατά κανόνα μεταχειρισμένος: ~βιβλιοπωλείο, ~πωλείο, ~πώλης. 2. συντηρητικός, οπισθοδρομικός: ~κομματικός. II. (επιστ.) α. με αναφορά σε προϊστορικές γεωλογικές περιόδους: ~ανθρω πολογία, ~γεωγραφία, ~ζωολογία, ~κλιματολογία. β. για να δηλώσει το παλαιότερο στάδιο μιας διαβάθμισης, π.χ. ~λιθικός, σε αντιδιαστολή προς τις ιστορικές υποδιαιρέσεις με α' συνθετικό νεο-, μεσο- 1, υστερο-. || με αναφορά σε συγκεκριμένη κάθε φορά εποχή του παρελθόντος: ~γραφία, ~γραφικός, ~χριστιανικός. III. δίνει το λόγιο τύπο λέξεων οι οποίες στον τρέχοντα λόγο αποδίδονται με α' συνθετικό παλιο-: ~ημερολογίτης και παλιοημερολογίτης.
[λόγ. < αρχ. παλαιο- θ. του επιθ. παλαιό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. παλαιό-πλουτος `γεμάτος αρχαίο πλούτο΄ & διεθ. palaeo- < αρχ. παλαιο-: παλαιο-γραφία < γαλλ. paléographie, παλαιο-θήριο < νλατ. palaeotherium]
- παλαιοανθρωπολογία η [paleoanθropolojía] Ο25 : κλάδος της παλαιοντολογίας που μελετά την προέλευση και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους με βάση τα απολιθώματα από παλαιότερες εποχές· παλαιοντολογία του ανθρώπου.
[λόγ. < αγγλ. paleoanthropology < paleo- = παλαιο- + anthropology = ανθρωπολογία]
- παλαιοβιβλιοπωλείο το [paleovivliopolío] Ο39 : το κατάστημα του παλαιοβιβλιοπώλη: Εκδόσεις που μπορεί κανείς να βρει μόνο σε ~.
[λόγ. παλαιο- + βιβλιοπωλείον μτφρδ. γερμ. Antiquariatsbuchhandlung]
- παλαιοβιβλιοπώλης ο [paleovivliopólis] Ο10 θηλ. παλαιοβιβλιοπώλισσα [paleovivliopólisa] Ο27 : ο έμπορος παλαιών ή μεταχειρισμένων βιβλίων.
[λόγ. παλαιοβιβλιο(πωλείον) -πώλης· λόγ. παλαιοβιβλιοπώλ(ης) -ισσα]
- παλαιογραφία η [paleoγrafía] Ο25 : ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος, βοηθητικός της φιλολογίας και της ιστορίας, ο οποίος μελετά την ιστορική εξέλιξη της γραφής (ύλες, όργανα, συστήματα) και ασχολείται με την ανάγνωση και χρονολόγηση παλαιών χειρογράφων: Ελληνική / λατι νική ~. Σεμινάριο / μαθήματα παλαιογραφίας.
[λόγ. < γαλλ. paléographie < paléo- = παλαιο- + -graphie = -γραφία]
- παλαιογραφικός -ή -ό [paleoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιογραφία: Παλαιογραφικές μελέτες. Παλαιογραφική μέθοδος (ανάγνωσης χειρόγραφου).
παλαιογραφικώς ΕΠIΡΡ με παλαιογραφι κή μέθοδο ή από παλαιογραφική άποψη. [λόγ. < γαλλ. paléographique < paléograph(ie) = παλαιογραφ(ία) -ique = -ικός· λόγ. παλαιογραφικ(ός) -ώς]



