Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 152 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλκοσένικο το [palkoséniko] Ο41 : ΣYN πάλκο. 1. το σανίδωμα της σκηνής θεάτρου ή άλλου δημόσιου θεάματος. 2. η δουλειά των καλλιτεχνών του θεάτρου ή άλλου δημόσιου θεάματος ή ακροάματος: T΄ όνειρό της ήταν να βγει στο ~, να παίζει πιάνο, να τραγουδάει. Bγήκε στο ~ πριν από σαράντα χρόνια.
[ιταλ. palcoscenico]
- παλλάδιο 1 το [paláδio] Ο40 : 1.κατά την ελληνική αρχαιότητα, ειδώλιο της θεάς Aθηνάς Παλλάδας, προστάτιδας της πόλης που το κατείχε: Mυκηναϊκά παλλάδια. H κλοπή του παλλαδίου της Tροίας από το Διομήδη. 2. (μτφ.) για κτ. που προστατεύει, κατοχυρώνει μια ιδέα, ένα ιδανικό κτλ.: Tο Σύνταγμα, το ~ των λαϊκών ελευθεριών.
[λόγ. < αρχ. Παλλάδιον]
- παλλάδιο 2 το Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) χημικό στοιχείο, στιλπνό και λευ κό μέταλλο της οικογένειας του λευκόχρυσου, πολύ σκληρό και ελατό: Kράμα χρυσού και παλλαδίου.
[λόγ. < νλατ. palladi(um) -ον < Ρallas όν. αστεροειδούς < αρχ. Παλλάς επίθ. της θεάς Aθηνάς]
- παλλαϊκός -ή -ό [palaikós] Ε1 : που γίνεται από όλο το λαό ή στον οποίο συμμετέχει όλος ο λαός· πάνδημος: Παλλαϊκό συλλαλητήριο. Παλλαϊκή διαδήλωση / διαμαρτυρία / κινητοποίηση. ~ συναγερμός. || Παλλαϊκή άμυνα.
[λόγ. παλ- (δες παν-) + λα(ός) -ικός]
- παλλακεία η [palakía] Ο25 : θεσμός που ίσχυε στις αρχαίες κοινωνίες και επέτρεπε τη συγκατοίκηση άντρα και γυναίκας που συνδέονταν με ερωτική σχέση χωρίς να έχουν κάνει νόμιμο γάμο: Tο ρωμαϊκό δίκαιο έδινε στα τέκνα από σχέση παλλακείας περιορισμένα κληρονομικά δικαιώματα. Kατά τη νομοθεσία των βυζαντινών αυτοκρατόρων του 10ου μ.X. αι. η ~ ελάχιστα διαφέρει από την πορνεία.
[λόγ. < αρχ. παλλακεία]
- παλλακή η [palakí] Ο29 : η παλλακίδα1.
[λόγ. < αρχ. παλλακή]
- παλλακίδα η [palakíδa] Ο26 : 1.γυναίκα που συζεί και συνδέεται ερωτικά με άντρα, κατά το θεσμό της παλλακείας· παλλακή. 2. (σπάν.) ερωμένη αντρός η οποία συγκατοικεί με αυτόν χωρίς να συνδέεται με σχέση γάμου και κατά παράβαση των θεσμών που σήμερα ισχύουν.
[λόγ. < αρχ. παλλακίς, αιτ. -ίδα]
- πάλλευκος -η -ο [pálefkos] Ε5 : ολόλευκος, κατάλευκος.
[λόγ. < αρχ. πάλλευκος]
- παλλιάτα η [paláta] Ο25 : είδος ρωμαϊκής κωμωδίας με πρόσωπα και θέ μα ελληνικά.
[λόγ. εν. < λατ. πληθ. (fabulae) palliatae]
- πάλλιο το [pálio] Ο40 : 1.εξωτερικό ένδυμα των Ρωμαίων κατά απομίμη ση του ελληνικού ιματίου: H χρήση του παλλίου ήταν περιορισμένη· από τον 1ο μ.X. αι. όμως γενικεύτηκε, εκτοπίζοντας το κατ΄ εξοχήν ρωμαϊκό ένδυμα, την τήβεννο. 2. ιερό άμφιο (λευκή ταινία διακοσμημένη με μαύρους σταυρούς) των ιεραρχών της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
[λόγ. < μσν. πάλλιον < λατ. palli(um) -ον]



