Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 152 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλιόφιλος ο [palófilos] Ο20 : (οικ.) φίλος από παλιά, καλός και πιστός· φιλαράκος, φιλαράκι: Bρέθηκα με κάτι παλιόφιλους από τα μαθητικά μας χρόνια. Ε, βρε παλιόφιλε, πώς πέρασαν τα χρόνια!
[παλιο-Ι2 + φίλος]
- παλιοφυλλάδα η [palofiláδa] Ο26 : μειωτικός χαρακτηρισμός εντύπου (συνήθ. εφημερίδας) κακού και χαμηλού επιπέδου.
[παλιο-Ι + φυλλάδα]
- παλιόχαρτο το [palóxarto] Ο41 : (μειωτ.) για οποιοδήποτε χαρτί ή έγγρα φο και ιδίως για να τονιστεί η ευτελής του αξία: Πέταξέ τα τα παλιόχαρ τα. Περίμενα τόσην ώρα στην ουρά για ένα ~.
[παλιο-Ι + χαρτ(ί) -ο]
- παλίρροια η [palíria] Ο27 : το φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει και κατεβαίνει περιοδικά (καθημερινά και σε ορισμένο τόπο): Οι δύο φάσεις της παλίρροιας είναι η πλημμυρίδα και η άμπωτη.
[λόγ. < αρχ. παλίρροια]
- παλιρροϊκός -ή -ό [paliroikós] Ε1 : που έχει σχέση με το φυσικό φαινόμενο της παλίρροιας, που προκαλείται από αυτό: H παλιρροϊκή κίνηση της θάλασσας. Παλιρροϊκό κύμα / ρεύμα.
[λόγ. < ελνστ. παλιρρο(ῶ) `έχω παλίρροια΄ -ικός μτφρδ. αγγλ. tidal]
- παλισάνδρη η [palisánδri] Ο31 & παλίσαντρο το [palísandro] Ο42 : είδος ξύλου εκλεκτής ποιότητας, χρώματος καφέ με αποχρώσεις προς το κίτρι νο, το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή πολυτελών επίπλων, κομψοτεχνημάτων κτλ.: ~ Bραζιλίας. Iνδική ~.
[λόγ. < γαλλ. palissandr(e) (< ολλανδ., από γλ. ιθαγενών της Aμερικής) -η (ορθογρ. δαν.)· μεταπλ. σε ουδ. κατά το φυτό και προσαρμ. στη φωνολ. της δημοτ. [nδ > nd] ]
- παλίτης ο [palítis] Ο10 : ασφυξιογόνο χημικό αέριο που χρησιμοποιήθηκε στον α' παγκόσμιο πόλεμο.
[λόγ. < νλατ. pall(ialis) `που σχετίζεται με το φλοιό του εγκεφάλου΄ -ίτης]
- πάλιωμα το [páloma] Ο49 : το να γίνεται κτ. παλιό, να παλιώνει.
[παλιώ(νω) -μα]
- παλιώνω [palóno] Ρ1α μππ. παλιωμένος : α.φθείρομαι με το πέρασμα του χρόνου και τη χρήση: Πάλιωσαν τα παπούτσια / τα ρούχα μου. Γερό πρά μα· τόσα χρόνια πέρασαν κι ακόμα δεν πάλιωσε. β. υφίσταμαι την επίδραση του χρόνου, γίνομαι παλιός: Όσο παλιώνει το κρασί τόσο πιο καλό γίνεται. γ. (για πρόσ.) ασχολούμαι από πολύ καιρό με συγκεκριμένη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να αποκτώ πείρα: Παλιώσα με στη δουλειά. || (στρατ., οικ.): Kάτσε πρώτα να παλιώσεις και μετά ζητάς άδειες! δ. ~ κτ., το φθείρω από τη συχνή χρήση: Γρήγορα τα πάλιωσες τα ρούχα σου.
[μσν. παλαιώνω με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. παλαι(ῶ) -ώνω]
- πάλκο το [pálko] Ο39 : ΣYN παλκοσένικο. 1. το σανίδωμα της σκηνής θεάτρου ή άλλου δημόσιου θεάματος. 2. η δουλειά των καλλιτεχνών του θεάτρου ή άλλου δημόσιου θεάματος ή ακροάματος: Άνθρωποι του πάλκου όλοι τους, ηθοποιοί, μουσικοί, μίμοι, χορευτές. Ήταν η πρώτη φορά που τραγουδούσε σε κέντρο και δεν είχε πάρει ακόμα τον αέρα του πάλκου.
[ιταλ. palco]



