Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλούκι
2 εγγραφές [1 - 2]
παλούκι το [palúki] Ο44 : 1.κομμάτι ξύλου (επίμηκες και με αιχμηρό άκρο), το οποίο μπήγουμε στο έδαφος ή σε τοίχο· πάσσαλος: Tα παλούκια ενός φράκτη. Έμπηξε στο χώμα ένα ~ κι έδεσε εκεί το ζώο. Στέκομαι σαν ~, (ειρ.) στέκομαι ακίνητος χωρίς να κάνω τίποτα: Tι στέκεσαι σαν ~ και δε μιλάς; ΦΡ άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, εξώλης και προώλης, κακοποιό στοιχείο, διεφθαρμένος. πηδάω πολλά παλούκια, είμαι άνθρωπος αμφιβόλου ηθικής. 2. (μτφ., λαϊκ., προφ.) για κτ. πάρα πολύ δύσκολο, για δυσκολία ανυπέρβλητη· (πρβ. αγγούρι): Mεγάλο / πολύ ~. Mας έβαλε κάτι παλούκια στις εξετάσεις, θέματα εξαιρετικά δύσκολα.

[μσν. παλούκι(ν) < *παλούκιον < υστλατ. *paluceus κατά τα υποκορ. σε -ιον < λατ. pal(us) υποκορ. -uceus]

παλουκιά η [paluká] Ο24 : χτύπημα με παλούκι.

[παλούκ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες