Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παλιοελλαδίτης
1 item total
παλαιοελλαδίτης ο [paleoelaδítis] Ο10 θηλ. παλαιοελλαδίτισσα [paleo elaδítisa] Ο27 & παλιοελλαδίτης ο [paoelaδítis] Ο10 θηλ. παλιοελλαδίτισσα [paoelaδítisa] Ο27 & παλιολλαδίτης ο [paolaδítis] Ο10 θηλ. παλιολλαδίτισσα [paolaδítisa] Ο27 : αυτός που κατάγεται από την παλιά Ελλάδα, δηλαδή από τις περιοχές που αποτέλεσαν το πρώτο νεοελληνικό κράτος.

[λόγ. φρ. παλαι(ά) -ο- + Ελλαδ- (Ελλάδα δες Ελλαδίτης) -ίτης· λόγ. παλαιοελλαδίτ(ης) -ισσα· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το παλαιός > παλιός· παλιοελλαδίτ(ης) -ισσα· αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· παλιολλαδίτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go