Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαίστρια
1 εγγραφή
παλαιστής ο [palestís] Ο7 θηλ. παλαίστρια [paléstria] Ο27 : ο αθλητής της πάλης.

[λόγ. < αρχ. παλαιστής· λόγ. παλαισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες