Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλάτι το [paláti] Ο44 : 1α.η κατοικία ηγεμόνα, βασιλιά ή αυτοκράτορα· ανάκτορο: Οι στασιαστές πολιόρκησαν το ~. β. ο ηγεμόνας και τα γύρω από αυτόν πρόσωπα (οικογένεια, σύμβουλοι, ακόλουθοι κτλ.)· ανάκτο ρα, αυλή: Tο ~ διόρισε νέο πρωθυπουργό. Άνθρωπος του παλατιού. 2. (μτφ.) για πλούσια και πολυτελή ιδιόκτητη κατοικία.
παλατάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [μσν. παλάτι(ν) < ελνστ. παλάτιον < λατ. palati(um) -ον (ανάκτορο των καισάρων στο λόφο Παλατίνο (Ρalatinus) της Ρώμης)]
- παλατιανός -ή -ό [palatxanós] Ε1 : που ανήκει στο παλάτι, στο περιβάλλον του παλατιού· αυλικός, ανακτορικός, βασιλικός: Παλατιανοί υπηρέτες / σύμβουλοι. || (ως ουσ.) ο παλατιανός, για πρόσωπο του περιβάλλοντος του βασιλιά.
[μσν. παλατιανός < παλάτ(ι) -ιανός]



