Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδοκομώ
1 εγγραφή
παιδοκομώ [peδokomó] Ρ10.9α : φροντίζω για την ανατροφή μικρών παιδιών.

[λόγ. < ελνστ. παιδοκομῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες