Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παθαίνω
1 εγγραφή
παθαίνω [paθéno] -ομαι στη σημ. 3 Ρ αόρ. έπαθα, απαρέμφ. πάθει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. (στη σημ. 1α) παθημένος : 1.(για πρόσ.) α. υφίσταμαι, δέχομαι κτ. κακό, επιζήμιο, δυσάρεστο: ~ μια συμφορά / μια ζημιά / ένα ατύχημα / μια καταστροφή. Πρόσεχε μην πάθεις κανένα κακό. Kαθυστέρησα, γιατί έπαθα ένα μικρό (τροχαίο) ατύχημα. Ευτυχώς κανείς από τους επιβάτες δεν έπαθε κάτι το σοβαρό. Έπαθε πολλά στη ζωή του, αλλά μυαλό δεν έβαλε. || (μππ.) για πρόσωπο που έχει πάθει πολλές και μεγάλες συμφορές, ατυχίες στη ζωή του: Παθημένη γυναίκα είναι, δεν τη λυπάσαι; (έκφρ.) την έπαθα ή την έπαθα σαν αγράμματος / σαν Xιώτης / χιώτικα κτλ., εξαπατήθηκα, ζημιώθηκα κτλ. από αφέλεια, επιπολαιότητα, απροσεξία κτλ.· ΣYN ΦΡ την πάτησα. είδα κι έπαθα, προσπάθησα πολύ, κοπίασα, ταλαιπωρήθηκα, βασανίστηκα: Είδα κι έπαθα να τον πείσω. τα ΄θελες και τα ΄παθες ή ήθελές τα κι έπαθές τα, από δική σου υπαιτιότητα έπαθες. την έπαθα τη δουλειά, απέτυχα, έπαθα κτ. κακό, συνήθ. απροσδόκητο. καλά να πάθει, για να δηλωθεί χαιρέκακη ικανοποίηση, του άξιζε να πάθει. ~ πατατράκ*. ~ πλάκα* / την πλάκα της ζωής μου. || σε εκφορές που δηλώνουν έκπληξη, ξάφνιασμα όταν κάποιος συμπεριφέρεται διαφορετικά από τη συνήθειά του: Πώς το ΄παθες και μας χαιρέτησες;, ενώ ως τώρα δε χαιρετούσες. (και ως ειρ. σχολιασμός συνήθειας): Πείνασες; πώς το ΄παθες; β. προσβάλλομαι από πάθηση σωματική ή ψυχική: ~ γρίπη / τύφο / γάγγραινα. Έπαθε μελαγχολία / αμνησία. || Tι έπαθες / έπαθε και…, τι σου / του συμβαίνει και: Tι έπαθες και δε μιλάς; 2. (για πράγματα, μηχανισμούς, κατασκευές) υφίσταμαι βλάβη, ζημιά, φθορά, καταστροφή κτλ.: Kάτι έπαθε το αυτοκίνητο και δεν παίρνει μπρος. Mε το σεισμό πολλά παλιά κτίρια έπαθαν σοβαρές ζημιές. Δες τι έπαθε το φως και δεν ανάβει. ~ λάστιχο* και ως ΦΡ. 3. (παθ., προφ.) α. εξάπτομαι συναισθηματικά, κυριεύομαι από έντονο πάθος· παθιάζομαι, φανατίζομαι: Παθαίνεται όταν συζητά πολιτικά. β. παθιάζομαι, μερακλώνομαι: Παθαίνονταν σαν άκουγαν σκοπούς ανατολίτικους.

[ελνστ. παθαίνω < μεταπλ. του αρχ. πάσχω με βάση το συνοπτ. θ. παθ- (π.χ. αόρ. ἔπαθον) κατά τα ρ. -αίνω (σύγκρ. και ελνστ. πανθάνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες