Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παγίδα η [pajíδa] Ο26 : 1.κατασκευή ή μηχανισμός με τον οποίο, εξαπατώντας ένα ζώο, το συλλαμβάνουμε ζωντανό ή το σκοτώνουμε: ~ για ποντίκια, ποντικοπαγίδα. ~ για λαγούς. ~ για πουλιά· (πρβ. ξόβεργα). Έστησαν παγίδες στα περάσματα των αλεπούδων. 2. (μτφ.) α. κάθε είδους τέχνασμα με το οποίο κάποιος προσπαθεί να εξαπατήσει άλλους και να τους κάνει να αντιδράσουν ή να ενεργήσουν με τρόπο που βλάπτει ή ζημιώνει τους ίδιους· (πρβ. δόλος, απάτη): Πρόσεχε μη σου στήσει καμιά ~. Πέφτω / πιάνομαι στην ~ των αντιπάλων μου. Kαλοστημένη / έξυπνη ~. H κυβέρνηση, πέφτοντας για άλλη μια φορά στην ~ της αντιπολίτευσης, προκήρυξε εκλογές. β. για σημείο δρόμου ή εδάφους επικίνδυνο για όποιον δεν το γνωρίζει ή δεν προσέχει ιδιαίτερα: Επικίνδυνος δρόμος, γεμάτος παγίδες. γ. για οτιδήποτε μπορεί να παραπλανήσει κπ. και να τον παρασύρει σε ενέργεια βλαπτική για τον ίδιο: Ερώτηση ~. Πρόταση ~. Συμφωνία ~.
[μσν. παγίδα < αρχ. παγίς, αιτ. -ίδα]
- παϊδάκι το [paiδáki] & (σπάν.) παγιδάκι το [pajiδáki] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : πλευρό από σφάγιο αρνιού ή κατσικιού, για ψήσιμο: Aρνίσια / κατσικίσια παϊδάκια. Παϊδάκια στα κάρβουνα.
[παΐδ(ι), παγίδ(ι) -άκι]



