Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πίσω
11 εγγραφές [11 - 11]
πισώπλατος -η -ο [pisóplatos] Ε5 : που γίνεται πισώπλατα: Πισώπλατο χτύπημα, δόλιο, ύπουλο. πισώπλατα* ΕΠIΡΡ.

[επίρρ. πισώπλατ(α) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες