Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πέραμα
2 items total [1 - 2]
πέραμα το [pérama] Ο49 : 1. (σπάν.) το πέρασμα, ιδίως η διάβαση καθώς και το σημείο από το οποίο αυτή γίνεται. 2. (παρωχ.) είδος βάρκας ή σχεδίας που χρησιμοποιείται ως πορθμείο.

[1: ελνστ. πέραμα· 2: μσν. σημ.]

περαματάρης ο [peramatáris] Ο11 : (παρωχ.) οδηγός βάρκας ή σχεδίας που χρησιμοποιείται ως πορθμείο.

[περαματ- (πέραμα) -άρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go