Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάρεργο το [párerγo] Ο42 : ασχολία, απασχόληση δευτερεύουσας, επουσιώδους σημασίας: H ενασχόληση με την επιστήμη δεν μπορεί να αποτελεί ~. Έχω κτ. σαν ~, ως δευτερεύουσα, ευκαιριακή ή μικρής σημασίας απασχόληση.
[λόγ. < αρχ. πάρεργον]



