Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 502 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραϊατρικός -ή -ό [paraiatrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε δραστηριότητες βοηθητικές της ιατρικής επιστήμης: Παραϊατρικά επαγγέλματα, νοσοκόμοι, οδοντοτεχνίτες, βοηθοί ακτινολόγου, μικροβιολόγου κτλ.
[λόγ. παρα- 1 ιατρικός μτφρδ. αγγλ. paramedical]
- παραίνεση η [parénesi] Ο33 : η προτροπή, η νουθεσία, η συμβουλή προς κπ. να κάνει κτ. καλό, θετικό: Aπευθύνω / κάνω παραινέσεις. Παραινέσεις των δασκάλων / των γονέων προς τους νέους.
[λόγ. < αρχ. παραί νε(σις) -ση]
- παραινετικός -ή -ό [parenetikós] Ε1 : που προτρέπει, νουθετεί, συμβουλεύει κπ. να κάνει κτ. καλό, θετικό: Παραινετικοί λόγοι. Παραινετικές επιστολές.
παραινετικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. παραινετικός]
- παραινώ [parenó] Ρ10.10α : (λόγ.) συμβουλεύω, νουθετώ, προτρέπω κπ. να κάνει κτ. καλό, θετικό.
[λόγ. < αρχ. παραινῶ]
- παραίσθηση η [parésθisi] Ο33 (συχνά πληθ.) : (ψυχιατρ.) αισθητηριακή αντίληψη που συνίσταται σε εσφαλμένη ερμηνεία του εξωτερικού ερεθίσματος που την προκαλεί, με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνεται κάποιος (με τις αισθήσεις του) κτ. διαφορετικά από ό,τι είναι στην πραγματικότητα· (πρβ. ψευδαίσθηση): Aιτίες των παραισθήσεων είναι οι ψυχικές ασθένειες, ο φόβος, η κόπωση, διάφορες ουσίες, φάρμακα κτλ. Tο φάρμακο / το ναρκωτικό τού προκάλεσε παραισθήσεις. Δεν είναι ψυχολογικά καλά, έχει παραισθήσεις.
[λόγ. < ελνστ. παραίσθη(σις) `σφαλερή αντίληψη΄ -ση σημδ. γαλλ. halluci nation]
- παραισθησία η [paresθisía] Ο25 : (στη νευρολογία) υποκειμενική διαταραχή της αισθητικότητας του δέρματος, που οφείλεται σε αλλοιώσεις των νεύρων ή του κεντρικού νευρικού συστήματος.
[λόγ. < γαλλ. paresthésie < par(a)- = παρ(α)- 1 + αρχ. αἴσθησ(ις) -ie = -ία]
- παραισθησιακός -ή -ό [paresθisiakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στις παραισθήσεις: Παραισθησιακή κατάσταση.
[λόγ. παραίσθησ(ις) -ιακός]
- παραισθησιογόνος -ος / -α -ο [paresθisioγónos] Ε14 : που προκαλεί, που δημιουργεί παραισθήσεις: Παραισθησιογόνες ουσίες. Παραισθησιογόνα φάρμακα. || (ως ουσ., συνήθ. πληθ.) το παραισθησιογόνο, φαρμακευτικό σκεύασμα, ουσία που προκαλεί παραισθήσεις στους χρήστες.
[λόγ. παραίσθησι(ς) -ο- + -γόνος μτφρδ. γαλλ. hallucinatoire]
- παραίτηση η [parétisi] Ο33 : 1. η εκούσια αποχώρηση κάποιου από μια θέση, μια υπηρεσία, η εγκατάλειψη κάποιου αξιώματος που κατείχε: Προκάλεσε έκπληξη η παραίτησή του από την πρωθυπουργία / την προεδρία / την αρχηγία του κόμματος. Tην εξανάγκασαν σε ~. Οι διαδηλωτές ζητούσαν την ~ της κυβέρνησης. 2. η πράξη της παραίτησης, η έγγρα φη ή προφορική δήλωση που κάνει κάποιος γι΄ αυτό το σκοπό: Yποβάλλω / δηλώνω ~. Γραπτή / προφορική ~. Yποβολή παραίτησης. Έθεσε στη διάθεσή τους την παραίτησή της. Tου έστειλε την παραίτησή του. (λόγ. έκφρ.) υπό ~, για κπ. που έχει ξεκινήσει η διαδικασία παραίτησής του. 3. (νομ.) εκούσια εγκατάλειψη δικαιωμάτων, απαιτήσεων: ~ από κληρο νομικά δικαιώματα / από απαιτήσεις. 4. (μτφ.) η εγκατάλειψη δραστηριοτήτων, προσπαθειών, διεκδικήσεων κτλ.: Ύστερα από προσπάθειες ετών ήρθε η κούραση, η απογοήτευση και η ~. H μεγάλη θλίψη από το θάνατο του άντρα της, την οδήγησε σε μια συνολική ~ από τη ζωή.
[λόγ. < αρχ. παραίτη(σις) `παράκληση για απαλλαγή από κακό΄ -ση, ελνστ. σημ.: `άρνηση΄ σημδ. γαλλ. résignation]
- παραιτούμαι [paretúme] Ρ10.9β : 1. αποχωρώ εκούσια από μια θέση, μια υπηρεσία, εγκαταλείπω ένα αξίωμα που κατείχα, υποβάλλω παραίτηση: Παραιτήθηκε η κυβέρνηση / ο υπουργός / ο αρχηγός της αεροπορίας / ο διευθυντής. Εξαναγκάστηκε / πιέστηκε να παραιτηθεί. H αντιπολίτευση ζήτησε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί. 2. (νομ.) εγκαταλείπω εκουσίως δικαιώματα ή απαιτήσεις μου: Παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της στην κληρονομιά / στο οικόπεδο. Δηλώνω ότι ~ από κάθε χρηματική απαίτηση. 3. (μτφ.) εγκαταλείπω δραστηριότητες, προσπάθειες κτλ., παύω να ενδιαφέρομαι για κτ.: Παραιτήθηκε από τις προσπάθειες, όταν διαπίστωσε ότι δεν καρποφορούν. Δεν πρέπει να παραιτηθούμε από τον αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος.
[λόγ. < αρχ. παραιτοῦμαι `ζητώ χάρη, απαλλαγή από υποχρέωση΄, ελνστ. σημ.: `δεν αποδέχομαι΄ σημδ. γαλλ. résigner]



