Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάρα
502 εγγραφές [451 - 460]
παρατυπώ [paratipó] Ρ10.9α : ενεργώ κατά παράβαση των τύπων, των κανόνων, κάνω παρατυπία.

[λόγ. παράτυπ(ος) -ώ (διαφ. το ελνστ. παρατυποῦμαι `πλαστογραφώ΄)]

παράτυφος ο [parátifos] Ο19 : (ιατρ.) λοιμώδης αρρώστια με συμπτώματα ανάλογα (αλλά ελαφρότερα) με αυτά του τύφου.

[λόγ. < διεθ. para- = παρα- 1 + typhoid = τυφοειδής με ταύτιση τυφοειδής = τύφος]

παρατώ [parató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. αφήνω, εγκαταλείπω κπ. ή κτ., διακόπτω τη σχέση μου μαζί του: Παράτησε τη δουλειά του κι έφυγε. Παράτησε γυναίκα και σπίτι. Tον παράτησαν οι φίλοι κι οι γνωστοί. Ένα αυτοκίνητο ήταν παρατημένο στη μέση του δρόμου. || σταματώ, παύω: Παράτα τ΄ αστεία / τις βλακείες! (έκφρ.) τα ~, εγκαταλείπω μια προσπάθεια, μια ασχολία κτλ.: Οι φίλοι του τον συμβουλεύουν να τα παρατήσει. Δεν τα ~, θα προσπαθήσω μέχρι τέλους. 2. απαλλάσσω κπ. από μια ενόχληση, τον αφήνω ήσυχο: Δε με / μας παρατάς! Άι παράτα με / μας στην ησυχία μου / μας! Παρατάτε με!

[αρχ. παραιτοῦμαι (δες λ.) στην ελνστ. σημ.: `απολύω, διώχνω΄, μεταπλ. με βάση τον αόρ. παρFητησάμην κατά το σχ.: παρήκουσα - παρακούω]

παραΰστερα [paraístera] επίρρ. χρον. : πιο ύστερα, αργότερα, ύστερα από κτ. άλλο.

[παρα- 2 + ύστερα]

πάραυτα [párafta] επίρρ. χρον. : (λόγ.) αμέσως, ευθύς, αυτοστιγμεί.

[λόγ. < αρχ. πάραυτα]

παραφέρομαι [paraférome] Ρ (βλ. φέρομαι) : συμπεριφέρομαι άσκημα, βίαια, ανεξέλεγκτα, παρεκτρέπομαι παρασυρμένος από έντονο συναίσθημα (οργή, θυμό κτλ.): Συγνώμη που παραφέρθηκα, αλλά ήμουν πολύ θυμωμένος.

[λόγ. < αρχ. παραφέρομαι `κινούμαι σε λάθος κατεύθυνση΄ σημδ. γαλλ. s΄emporter]

παραφθείρω [parafθíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. παρέφθειρα, απαρέμφ. παραφθείρει, παθ. αόρ. παραφθάρθηκα και παραφθάρηκα, απαρέμφ. παραφθαρθεί και παραφθαρεί, μππ. παραφθαρμένος και παρεφθαρμένος* : προξενώ (μικρή, ελαφρά) φθορά, αλλοίωση σε κτ., το αλλάζω προς το χειρότερο: Έχει παραφθαρεί η γλώσσα με την προσθήκη πολλών ξένων λέξεων. Mιλάει μια παραφθαρμένη διάλεκτο.

[λόγ. < ελνστ. παραφθείρω]

παραφθορά η [parafθorá] Ο24 : (μικρή, ελαφρά) αλλοίωση, φθορά, μεταβολή προς το χειρότερο: Tο νόημα του κειμένου έχει υποστεί ~.

[λόγ. < ελνστ. παραφθορά]

παραφιλολογία η [parafilolojía] Ο25 : 1. σύνολο λόγων ή κειμένων, μικρής συνήθ. σημασίας, αξίας ή σπουδαιότητας, που αναπτύσσονται, κυρίως ως σχόλια, γύρω από ένα θέμα και στο περιθώριό του: Οι επιστολές, τα δημοσιεύματα, τα άρθρα και τα ποικίλα κουτσομπολιά δημιούργησαν μια εκτεταμένη ~ γύρω από το θέμα. 2. αντί του παραλογοτεχνία.

[λόγ. παρα- 1 φιλολογία μτφρδ. γαλλ. paralittérature]

παραφινέλαιο το [parafinéleo] Ο42 : διαφανές και ελαιώδες υγρό, που παράγεται από την παραφίνη και που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στη βιομηχανία πλαστικών.

[λόγ. παραφίν(η) + -έλαιον μτφρδ. γερμ. Ρaraffinöl]

< Προηγούμενο   1... 44 45 [46] 47 48 ...51   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες