Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάρα
502 εγγραφές [431 - 440]
παρατηρητικός -ή -ό [paratiritikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να προσέχει, να διακρίνει, να εντοπίζει κτ.: ~ θεατής / αναγνώστης. παρατηρητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. παρατηρητικός]

παρατηρητικότητα η [paratiritikótita] Ο28 : η ικανότητα κάποιου να παρατηρεί, να εξετάζει προσεκτικά και να διακρίνει, να εντοπίζει κτ.: H παρατηρητικότητά της τη βοηθάει να εντοπίζει και να διορθώνει γρήγορα τα λάθη.

[λόγ. παρατηρητικ(ός) -ότης > -ότητα]

παρατηρώ [paratiró] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παρακολουθώ, εξετάζω κτ. ή κπ. προσεκτικά ή και εξακολουθητικά με το βλέμμα: Παρατηρεί τα άστρα με ένα τηλεσκόπιο. Aν παρατηρήσεις καλά, θα διακρίνεις μικρές διαφορές ανάμεσα στις δύο εικόνες. 2. αντιλαμβάνομαι, διαπιστώνω κτ. που συμβαίνει: Παρατήρησα ότι τελευταία δε μας επισκέπτεσαι συχνά. Παρατήρησα αισθητή διαφορά στη συμπεριφορά της. || (παθ., στο γ' εν.) γίνεται αντιληπτό, διαπιστώνεται, σημειώνεται: Παρατηρήθηκε σχετική άνοδος της θερμοκρασίας. Παρατηρείται έλλειψη αγαθών στην αγορά. || Είναι παρατηρημένο ότι ύστερα από μια περίοδο ακμής, ακολουθεί πτώση, είναι διαπιστωμένο. 3. σημειώνω, επισημαίνω: Θα ήθελα να παρατηρήσω τα εξής. 4. επιπλήττω, επιτιμώ, ελέγχω κπ. για κτ.: Tον παρατήρησε αυστηρά για την αμέλειά του. Ο διαιτητής τον παρατήρησε για σκληρό παίξιμο.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. παρατηρῶ· 3: σημδ. γαλλ. observer· 4: κατά τη σημ. του παρατήρηση3]

παρατιμονιά η [paratimoná] Ο24 : η στραβοτιμονιά.

[παρα- 1 τιμόν(ι) -ιά]

παράτιτλος ο [parátitlos] Ο20 : δευτερεύων τίτλος σε κείμενο εντύπου (εφημερίδας, περιοδικού κτλ.), που παρατίθεται δίπλα ή κάτω από τον κύριο τίτλο και με μικρότερα γράμματα.

[λόγ. παρα- 1 τίτλος μτφρδ. γερμ. Nebentitel (διαφ. το ελνστ. παράτιτλον `σχόλιο στο περιθώριο΄)]

παράτολμος -η -ο [parátolmos] Ε5 : που είναι υπερβολικά, παράλογα τολμηρός, ριψοκίνδυνος: Παράτολμη ενέργεια / πράξη. Παράτολμο σχέδιο / εγχείρημα. παράτολμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. παράτολμος]

παρατονία η [paratonía] Ο25 : (μουσ.) σφάλμα στον τόνο, που παραβιάζει τη μουσική αρμονία.

[λόγ. παράτον(ος)α -ία]

παρατονίζω [paratonízo] -ομαι Ρ2.1 : (γραμμ.) τονίζω εσφαλμένα μια λέξη, καθώς τη γράφω ή την προφέρω: Ο μαθητής κάνει πολλά ορθογραφικά λάθη και παρατονίζει συχνά τις λέξεις.

[λόγ. παρα- 1 τονίζω]

παρατονισμός ο [paratonizmós] Ο17 : (γραμμ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρατονίζω: Tο κείμενο είναι γεμάτο από λάθη και παρατονισμούς.

[λόγ. παρατονισ- (παρατονίζω) -μός]

παράτονος -η -ο [parátonos] Ε5 : που περιέχει σφάλμα ως προς τον τόνο, τον τονισμό. α. (μουσ.) που παραβιάζει τη μουσική αρμονία, παράφωνος: Παράτονη νότα / μελωδία. β. (γραμμ.) τονισμένος εσφαλμένα: Παράτονη λέξη. παράτονα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: α: αρχ. παράτονος· β: κατά τη σημ. του παρατονίζω]

< Προηγούμενο   1... 42 43 [44] 45 46 ...51   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες