Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 502 εγγραφές [411 - 420] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραστρατιωτικός -ή -ό [parastratiotikós] Ε1 : κυρίως στο παραστρατιωτική οργάνωση, παράνομη στρατιωτική οργάνωση που αποτελείται από εν ενεργεία ή απόστρατους στρατιωτικούς και που δρα με ανορθόδοξους, μη θεσμοθετημένους τρόπους στα πλαίσια του στρατεύματος ή και της κοινωνίας εξυπηρετώντας δικούς της ή και αλλότριους πολιτικούς και άλλους σκοπούς.
[λόγ. παρα- 1 στρατιωτικός μτφρδ. γαλλ. para militaire (para- = παρα- 1)]
- παραστρατώ [parastrató] Ρ10.9α μππ. παραστρατημένος : παραστρατίζω: Προσπάθησε να φέρει στον ίσιο δρόμο τον παραστρατημένο φίλο του.
[μσν. παραστρατώ < παραστρατ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. παραστρατισ-]
- παρασυμπαθητικός -ή -ό [parasimbaθitikós] Ε1 : (ανατ., φυσιολ.) παρασυμπαθητικό σύστημα, σύνολο νευρικών σχηματισμών, που αποτελεί τμήμα του αυτόνομου νευροφυτικού συστήματος. || που ανήκει στο παρασυμπαθητικό σύστημα: Παρασυμπαθητικό νεύρο.
[λόγ. < διεθ. para- = παρα- 1 + sympathetic = συμπαθητικός 2]
- παρασυναγωγή η [parasinaγojí] Ο29 : 1. (εκκλ.) α. παράνομη ή μυστική συνάθροιση για τέλεση ιερουργίας αντίθετα με τις διατάξεις της Εκκλησίας και παρά τη γνώμη του επισκόπου. β. συνέλευση, σύνοδος σχισματικών ή αιρετικών κληρικών, ή λαϊκών και κληρικών παρά τους κανόνες της Εκκλησίας. 2. (αρνητικά) μυστική συνήθ. συνάθροιση ατόμων (κυρ. μελών μιας πολιτικής, κοινωνικής κτλ. οργάνωσης), που πραγματοποιείται έξω από τα τυπικά, θεσμοθετημένα πλαίσια λειτουργίας.
[λόγ. < ελνστ. παρασυναγωγή `αντίπαλη συνέλευση΄]
- παρασύνθετος -η -ο [parasínθetos] Ε5 : (γραμμ.) που παράγεται από σύνθετες λέξεις: H λέξη “καλωσόρισμα” είναι παρασύνθετη, γιατί παράγεται από τη σύνθετη “καλωσορίζω”. || (ως ουσ.) τα παρασύνθετα, οι παρασύνθετες λέξεις.
[λόγ. < ελνστ. παρασύνθετος]
- παρασύνθημα το [parasínθima] Ο49 : η δεύτερη, συμπληρωματική λέξη, από τις δύο που αποτελούν το πλήρες σύνθημα: Tο σύνθημα είναι «Mεσολόγγι» και το ~ «έξοδος». (έκφρ.) προχώρει στο ~: α. (στρατ.) λέγεται από το φρουρό προς κπ., που ήδη έχει πει σωστά την πρώτη λέξη του προσυμφωνημένου συνθήματος. β. (μτφ.) λέγεται προς κπ. που του ζητείται να συμπληρώσει, να ολοκληρώσει αυτά που έχει να πει ή να δώσει περισσότερα στοιχεία, επεξηγήσεις.
[λόγ. < ελνστ. παρασύνθημα `σημάδι που συνοδεύει το σύνθημα΄ σημδ. γαλλ. contre-mot ή αγγλ. countersign]
- παράτα η [paráta] Ο25 : (μειωτ.) πομπώδης, θεαματική εορταστική εκδή λωση, υπερβολική και αναντίστοιχη προς το γεγονός που την προκάλεσε: H ένταξή μας στην ΕΟK συνοδεύτηκε με παράτες.
[ιταλ. parata]
- παράταιρος -η -ο [paráteros] Ε5 : που δεν ταιριάζει, που δε συνδυάζεται με κτ. άλλο, ανόμοιος, αταίριαστος (ιδ. για πράγματα που αποτελούν ζευγάρι): Στη βιασύνη μου φόρεσα παράταιρες κάλτσες. Tα χρώματα των ρούχων του είναι παράταιρα.
παράταιρα ΕΠIΡΡ. [μσν. παραταίρ(ι) `ανόμοιος΄ -ος < παρα- 1 ταίρι]
- παρατακτικός -ή -ό [parataktikós] Ε1 : (γραμμ.) που αναφέρεται στην παράταξη3: Παρατακτική σύνδεση (προτάσεων), τρόπος σύνδεσης κατά τον οποίο οι προτάσεις τοποθετούνται ισοδύναμες η μια δίπλα στην άλλη. ANT υποτακτική σύνδεση. Παρατακτικοί σύνδεσμοι, αυτοί που χρησιμοποιούνται για να συνδέουν ισοδύναμες προτάσεις. ANT υποτακτικοί: Οι συμπλεκτικοί, οι αντιθετικοί κ.ά. είναι παρατακτικοί σύνδεσμοι.
παρατακτικά ΕΠIΡΡ: Οι δύο προτάσεις συνδέονται ~. [λόγ. < νλατ. para tacticus < αρχ. παρατακ- (παρατάσσω) -ticus = -τικός]
- παράταξη η [parátaksi] Ο33 : η τοποθέτηση κυρίως προσώπων ή και πραγμάτων σε μια κανονική σειρά, το ένα δίπλα στο άλλο. 1α. (στρατ.) σχηματισμός κατά τον οποίο οι στρατιώτες είναι παραταγμένοι σε ευθύγραμμους στοίχους και ζυγούς: Πυκνή / αραιά ~. Mάχη εκ παρατάξεως, στην οποία τα αντιμέτωπα τμήματα στρατού έχουν παραταχθεί σε κανο νικούς σχηματισμούς. (λόγ. έκφρ.) εν πομπή και παρατάξει: α. με επισημότητα, με πολλές τιμές. β. (ειρ.) με ψεύτικη, κωμική μεγαλοπρέπεια. β. (ναυτ.) σχηματισμός πλοίων κατάλληλος για ναυμαχία. 2. ομάδα ατόμων με κοινές ιδέες, σκοπούς, συμφέροντα ή και οργάνωση: H δημοκρατική / προοδευτική / συντηρητική / δεξιά / αριστερή ~. Πολιτική / συνδικαλιστική ~. 3. (γραμμ.) τρόπος σύνταξης κατά τον οποίο οι προτάσεις τοποθετούνται ισοδύναμες η μια δίπλα στην άλλη, κύριες με κύριες και δευτερεύουσες με δευτερεύουσες: Οι κύριες προτάσεις συνδέονται κατά ~. ANT καθ΄ υπόταξη.
[λόγ.: 1: αρχ. παράταξις (-σις > -ση) (στη σημ. α)· 2: σημδ. γαλλ. front· 3: σημδ. γαλλ. parataxe (< αρχ. παράταξις)]



