Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 502 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραβίαση η [paravíasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραβιάζω: H ~ των συνόρων / της κλειδαριάς / του εναέριου χώρου / της συμφωνίας.
[λόγ. παραβια- (παραβιάζω) -σις > -ση]
- παραβλάπτω [paravlápto] -ομαι Ρ αόρ. παρέβλαψα, απαρέμφ. παραβλάψει, παθ. αόρ. παραβλάφθηκα, απαρέμφ. παραβλαφθεί : προξενώ, επιφέρω βλάβη, ζημιώνω: Παραβλάπτονται τα συμφέροντα της χώρας.
[λόγ. < αρχ. παραβλάπτω]
- παραβλάσταρο το [paravlástaro] Ο41 : (λαϊκότρ.) η παραφυάδα.
[παρα- 1 βλαστάρ(ι) -ο]
- παραβλάστημα το [paravlástima] Ο49 : 1. (ανατ.) ο εμβρυϊκός ιστός που δημιουργείται στην αρχή του σχηματισμού του εμβρύου. 2. η παραφυάδα.
[λόγ. < ελνστ. παραβλάστημα]
- παραβλέπω 1 [paravlépo] -ομαι Ρ αόρ. παρέβλεψα και (οικ.) παράβλε ψα, απαρέμφ. παραβλέψει, παθ. αόρ. παραβλέφθηκα, απαρέμφ. παραβλεφθεί : προσποιούμαι ότι δε βλέπω κτ., ανέχομαι κτ., δείχνομαι επιεικής, αδιαφορώ για κτ., δε δίνω μεγάλη σημασία: Tα λάθη είναι τόσο σοβαρά, που δεν μπορεί να τα παραβλέψει κανείς. Mην είσαι τόσο αυστηρός, παράβλεπε λιγάκι.
[λόγ. < ελνστ. παραβλέπω, αρχ. σημ.: `βλέπω σφαλερά΄]
- παραβλέπω 2, -ομαι Ρ αόρ. παραείδα, απαρέμφ. παραδεί, παθ. αόρ. παραειδώθηκα, απαρέμφ. παραϊδωθεί, μππ. παραϊδωμένος : α. βλέπω, συναντώ κπ. πάρα πολύ συχνά: Παραειδωθήκαμε τώρα τελευταία. β. συνήθ. στην εκφορά βλέπω και ~, βλέπω πολύ καλά.
[παρα- 2 + βλέπω]
- παράβλεψη η [parávlepsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραβλέπω 1.
[λόγ. < ελνστ. παράβλεψις (-σις > -ση)]
- παραβολή 1 η [paravolí] Ο29 : η τοποθέτηση ενός πράγματος δίπλα σε ένα άλλο με σκοπό τον παράλληλο έλεγχο ή τη σύγκριση (για τη διαπίστωση ομοιοτήτων, διαφορών κτλ.): Έκανα ~ του χειρογράφου με το δακτυλόγραφο, αντιπαραβολή.
[λόγ. < αρχ. παραβολή]
- παραβολή 2 η : αλληγορική διήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, που περιέχουν ηθικά, πνευματικά ή θρησκευτικά διδάγματα: H ~ του άσωτου υιού / του Tελώνη και του Φαρισαίου. Ο Xριστός δίδασκε συχνά με παραβολές.
[λόγ. < ελνστ. παραβολή, αρχ. σημ.: δες παραβολή 1]
- παραβολή 3 η : (μαθημ.) είδος ανοιχτής επίπεδης καμπύλης γραμμής: Εστία / τόξο / άξονας παραβολής.
[λόγ. < ελνστ. παραβολή, αρχ. σημ.: δες παραβολή 1]



