Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 502 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράκληση η [paráklisi] Ο33 : α. ενέργεια με την οποία κάποιος ζητάει ευγενικά, ικετευτικά από κπ. να κάνει κτ. (μια χάρη, εξυπηρέτηση κτλ.), να συμμετάσχει σε κτ. κτλ.: Διατυπώνω / εκφράζω μια ~. Θερμή ~. Kάμφθηκε μόνο ύστερα από πολλές παρακλήσεις. β. (εκκλ.) ακολουθία μικρής διάρκειας, που περιέχει κυρίως δέηση, ικεσία προς το Θεό, την Παναγία ή προς αγίους: Kάνω ~. Στην εκκλησία διαβάζονται παρακλήσεις.
[α: αρχ. παράκλη(σις) -ση· β: μσν. σημ.]
- παρακλητικός -ή -ό [paraklitikós] Ε1 : α. που εκφράζει παράκληση, ικετευτικός: Tο βλέμμα του ήταν παρακλητικό. β. (εκκλ.) παρακλητικοί κανόνες, ακολουθίες που περιέχουν κυρίως δεήσεις προς το Θεό, την Παναγία ή προς αγίους. γ. (εκκλ., ως ουσ.) η Παρακλητική, λειτουργικό βιβλίο της ορθόδοξης εκκλησίας.
παρακλητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. α. [α, β: ελνστ. παρακλητικός, αρχ. σημ.: `που παρωθεί΄· γ: μσν. σημ.]
- Παράκλητος ο [paráklitos] Ο19 : (εκκλ.) προσωνυμία του Iησού Xριστού και του Aγίου Πνεύματος στην K. Διαθήκη.
[λόγ. < ελνστ. Παράκλητος, αρχ. σημ.: `νομικός βοηθός΄]
- παρακμάζω [parakmázo] Ρ2.1α αόρ. και παρήκμασα, απαρέμφ. παρακμάσει, μππ. παρακμασμένος και παρηκμασμένος* : περνώ, βρίσκομαι σε στάδιο μείωσης, φθοράς της ακμής, της ανάπτυξης, της ισχύος και, με επέκταση, του κύρους, της αξίας μου. ANT ακμάζω: Πότε άρχισε να παρακμάζει η Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία; Ο ανθρώπινος οργανισμός αρχίζει να παρακμάζει μετά τα σαράντα. Παρακμάζει το εμπόριο / η οικονομία / ο πολιτισμός. Παρακμάζουν οι τέχνες / τα γράμματα. H παρακμασμένη Οθωμανική Aυτοκρατορία δεν άργησε να διαλυθεί. Tο σώμα του ήταν πλαδαρό και παρακμασμένο.
[λόγ. < αρχ. παρακμάζω]
- παρακμή η [parakmí] Ο29 : (σταδιακή) μείωση, φθορά της ακμής, της ανάπτυξης, της ισχύος και, με επέκταση, της αξίας, του κύρους. ANT ακμή: ~ του εμπορίου / της οικονομίας. Λογοτεχνική / καλλιτεχνική / γλωσσική / ηθική ~. Οι παραδοσιακές αξίες / καλλιέργειες / τεχνολογίες βρίσκονται σε ~. Ο βιομηχανικός πολιτισμός μπήκε σε φάση παρακμής. ~ και πτώση της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. || περίοδος που τη χαρακτηρίζει οικονομική, κοινωνική ή ηθική παρακμή: Λογοτεχνία / ποίηση της παρακμής.
[λόγ. < ελνστ. παρακμή]
- παρακμιακός -ή -ό [parakmiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παρακμή. α. που βρίσκεται σε παρακμή: Παρακμιακή εποχή. β. που συμβαίνει ή που δρα σε περίοδο παρακμής: Παρακμιακή τέχνη. ~ ποιητής / καλλιτέχνης.
[λόγ. παρακμ(ή) -ιακός]
- παρακοή η [parakoí] Ο29 : η ανυπακοή, η απείθεια σε εντολές, σε διαταγές, η μη τήρηση, η μη εφαρμογή τους. ANT υπακοή: H ~ του του στοίχισε βαριά τιμωρία.
[λόγ. < ελνστ. παρακοή, αρχ. σημ.: `ατελές άκουσμα΄]
- παρακοιμώμενος ο [parakimómenos] Ο19 : 1. (ιστ.) τίτλος ανώτατου αξιωματούχου στο Bυζάντιο: Ο ~ του αυτοκράτορα. 2. (ειρ.) αυτός που αποτελεί το πρόσωπο της εμπιστοσύνης κάποιου (συνήθ. ιεραρχικά) ανωτέρου του, που διατηρεί με αυτόν στενές, προνομιακές και - σε ένα βαθμό- υποτελείς σχέσεις: ~ του υπουργού.
[λόγ. < μσν. παρακοιμώμενος μππ. του ελνστ. παρακοιμῶμαι `κοιμάμαι και κρατώ σκοπιά στο πλάι κάποιου΄]
- παρακολούθημα το [parakolúθima] Ο49 : αυτό που συμβαίνει συγχρόνως ή αμέσως ύστερα από κάποιο γεγονός ως φυσικό επακόλουθο, ως συνέπειά του: Άμεσο ~ του πληθωρισμού είναι η μείωση της πραγματικής αξίας του χρήματος.
[λόγ. < ελνστ. παρακολούθημα]
- παρακολούθηση η [parakolúθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρακολουθώ. 1. συστηματική παρατήρηση των κινήσεων, των δραστηριοτήτων κάποιου που γίνεται κρυφά: H ~ των υπόπτων. 2. παρατήρηση με το βλέμμα ή (και) την ακοή ενός (οργανωμένου) θεάματος ή ακροάματος, κάποιων κινήσεων ή δραστηριοτήτων: ~ ενός αγώνα / μιας εκδήλωσης / μιας εκπομπής / της εκτόξευσης δορυφόρου. 3. συμμετοχή σε κάποιες (κυρ. πνευματικές) δραστηριότητες: ~ μαθημάτων χορού / κιθάρας / ραπτικής. ~ των εργασιών μιας επιτροπής / ενός συνεδρίου. || ~ του ομιλητή. ~ των σκέψεων κάποιου. 4. συστηματική παρατήρηση με σκοπό την ενημέρωση ή την πληροφόρηση σχετικά με την εξέλιξη ή τη μεταβολή μιας κατάστασης, διαδικασίας κτλ.: ~ του ημερήσιου τύπου / της ειδησεογραφίας / ενός σίριαλ / μιας υπόθεσης / ενός ασθενή.
[λόγ. < αρχ. παρακολούθη(σις) -ση]



