Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάντες
2 εγγραφές [1 - 2]
πάντες οι [pándes] Ο2 : όλος ο κόσμος, όλοι οι άνθρωποι: Tο ξέρουν / το έμαθαν οι ~. || (εκκλ.) Οι άγιοι Πάντες, όλοι οι άγιοι.

[λόγ. < αρχ. πάντες, πληθ. του πᾶς]

παντεσπάνι το [pandespáni] Ο44 : παρασκεύασμα της ζαχαροπλαστικής από αλεύρι, αυγά και ζάχαρη, που ψήνεται σε φούρνο: Tούρτα με ~ και σοκολάτα.

[βεν. pan de Spagna `ψωμί της Ισπανίας΄ θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. < ιταλ. pan di Spagna]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες