Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 72 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλινδρομώ [palinδromó] Ρ10.9α : 1.(για τμήμα μηχανισμού) κάνω παλινδρομικές κινήσεις· κινούμαι παλινδρομικώς. 2. (μτφ.) δείχνω ότι δέχομαι πότε τη μία και πότε την άλλη από δύο διαφορετικές γνώμες.
[λόγ. < αρχ. παλινδρομῶ `επιστρέφω΄ σημδ. γαλλ. reculer ή αγγλ. recoil]
- παλιννόστηση η [palinóstisi] Ο33 : 1.η επιστροφή κάποιου στην πατρίδα, ύστερα από μακρόχρονη απουσία· επαναπατρισμός, νόστος: Όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο η προοπτική της παλιννόστησής του απομακρυνόταν. 2. (μτφ.) για την επιστροφή κάποιου στον ιδεολογικό, πολιτικό κτλ. χώρο του.
[λόγ. παλιννοστη- (παλιννοστώ) -σις > -ση]
- παλιννοστούντες οι [palinostúndes] Ο (βλ. Ε12β) : αυτοί που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, ύστερα από μακρόχρονη απουσία. || (ως επίθ.): ~ πρόσφυγες.
[λόγ. ουσιαστικοπ. πληθ. μεε. του ρ. παλιννοστώ]
- παλιννοστώ [palinostó] Ρ10.9α : επιστρέφω στην πατρίδα μου, ύστερα από μακρόχρονη απουσία· επαναπατρίζομαι: Είχαν παλιννοστήσει πρόσφατα από το Σουέζ.
[λόγ. < ελνστ. παλινοστῶ `επιστρέφω΄ (ορθογρ. κατά το ελνστ. παλίννοστος `που επιστρέφει΄) σημδ. γαλλ. (se) repatrier]
- παλινόρθωση η [palinórθosi] Ο33 : η επάνοδος μονάρχη που είχε εκδιωχθεί ή η αποκατάσταση μοναρχικού καθεστώτος που είχε καταργηθεί: H ~ των Bουρβώνων στη Γαλλία. H ~ της βασιλείας.
[λόγ. παλινορθω- (παλινορθώ < πάλιν + ορθώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. restauration]
- παλινωδία η [palinoδía] Ο25 : αναίρεση προηγούμενων ισχυρισμών· (πρβ. υπαναχώρηση): Οι παλινωδίες και οι υπαναχωρήσεις της κυβέρνησης καλλιεργούν κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας.
[λόγ. < αρχ. παλινῳδία]
- παλινωδώ [palinoδó] Ρ10.9α : αναιρώ προηγούμενους ισχυρισμούς μου· (πρβ. υπαναχωρώ): Παλινωδεί η κυβέρνηση.
[λόγ. < αρχ. παλινῳδῶ]
- παλιο- [pa
o] & παλιό- [pa ó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & παλι- 2 [pa ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. I1α. προσδίδει μειωτική, αρνητική σημασία σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. κωλο-, βρομο-): παλιάνθρωπος, παλιόκαιρος, ~κόριτσο, παλιόπαιδο, παλιόσκυλο, παλιόσπιτο, ~σχολείο, παλιόχαρτο. β. συχνά εξυπακούεται η κακή απόδοση ή η κακή κατάσταση από την πολλή χρήση ή λειτουργία αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κάραβο, ~σίδερο, ~ψηστιέρα. γ. συχνά μειωτικά από ηθική άποψη: παλιόγερος, ~γυναίκα, ~δουλειά. 2. (συνήθ. για πρόσωπα) με θετική σημασία προσδίδει στο β' συνθετικό το στοιχείο της παλαιότητας και οικειότητας: ~παρέα, παλιόφιλος. II. αποτελεί τον προφορικό τύπο λόγιων λέξεων με α' στοιχείο παλαιο-: ~ημερολογίτης και παλαιοημερολογίτης. [I: θ. του επιθ. παλι(ός) -ο- ως α' συνθ.· ΙΙ: προσαρμογή στη δημοτ. του λόγ. παλαιο- με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- παλιοβρόμα η [palovróma] Ο25 : ως υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης· τσούλα, παλιογυναίκα, παλιοθήλυκο, παλιοκόριτσο: Παράτησε τα παιδιά της, η ~, και γυρίζει με τον έναν και τον άλλο.
[παλιο-Ι + βρόμα]



