Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάγιο
3 εγγραφές [1 - 3]
παγιοποίηση η [pajiopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παγιοποιώ. α. παγίωση: H ~ μιας κατάστασης / της ειρήνης. β. η μεταβολή χρηματικού ποσού σε πάγιο: ~ κεφαλαίου.

[λόγ. παγιοποιη- (παγιοποιώ) -σις > -ση]

παγιοποιώ [pajiopió] -ούμαι Ρ10.9 : α.κάνω να γίνει κτ. πάγιο, αμετάβλη το· παγιώνω: Παγιοποιημένα σχήματα. || σταθεροποιώ: ~ τη θέση μου. β. μεταβάλλω χρηματικό ποσό σε πάγιο: ~ ένα δάνειο.

[λόγ. πά γι(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. consolider]

πάγιος -α -ο [pájios] Ε6 : α.(για χρηματικό ποσό) που παραμένει σταθερός, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις και τις μεταβολές άλλων παραγόντων: Πάγια έσοδα / έξοδα. Πάγιο κεφάλαιο, από τα οικονομικά αγα θά που χρησιμοποιούνται σε μια παραγωγική διαδικασία εκείνα που δεν υφίστανται σημαντικές αλλοιώσεις (π.χ. μηχανήματα, εργαλεία κτλ.). Πάγια τιμή. Πάγιες εισφορές / δαπάνες. Πάγια τέλη. || (ως ουσ.) το πάγιο, ποσό που χρεώνεται σε κάθε λογαριασμό κατανάλωσης ανεξάρτητα από το πραγματικό ύψος της. β. που είναι σταθερός και αμετάβλητος: Πάγια τακτική / θέση / νομοθεσία. ~ στόχος. Πάγιο εκλογικό σύστημα. Πάγια νομοθεσία. Πάγιες διατάξεις. Πάγιες απόψεις. Πάγια συνήθεια. Πάγια διαδικασία. Πάγιες ρυθμίσεις. (λόγ.) παγίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: β: αρχ. πάγιος `στερεός, σταθερός΄· α: σημδ. γαλλ. consolidé· λόγ. < αρχ. παγίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες