Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [1121 - 1130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουτιδανός -ή -ό [utiδanós] Ε1 : (λόγ., για πρόσ.) τιποτένιος.
[λόγ. < αρχ. οὐτιδανός]
- ουτοπία η [utopía] Ο25 : χαρακτηρισμός για κάθε ιδέα, ιδίως ιδεολογία, η οποία θεωρείται ότι είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί· (πρβ. χίμαιρα): H εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ~ στην πράξη. Xαρακτηρίζουμε ως ~ κάθε ιδεολογία εκτός από τη δική μας. || (επέκτ.) για ανθρώπινο στόχο: H παγκόσμια ειρήνη θεωρείται ~ ακόμα και σήμερα. Πιστεύει σε ουτοπίες. Είναι ~ να
[λόγ. < αγγλ. utopia < νλατ. Utopia `φανταστική χώρα με ιδεώδεις νόμους και δίκαιο κοινωνικό σύστημα΄, τίτλος βιβλίου του Thomas More < αρχ. οὐ + τόπ(ος) -ία]
- ουτοπικός -ή -ό [utopikós] Ε1 : για ιδέα, ιδίως ιδεολογία, που θεωρείται ότι είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί· (πρβ. χιμαιρικός): Ουτοπικοί στόχοι / οραματισμοί. Ουτοπική κοσμοθεωρία. Ουτοπικές κοσμοκρατορικές τάσεις. Ο ~ σοσιαλισμός, χαρακτηρισμός του σοσιαλισμού πριν από το Mαρξ.
[λόγ. < γαλλ. utopique < utop(ie) = ουτοπ(ία) -ique = -ικός]
- ουτοπιστής ο [utopistís] Ο7 θηλ. ουτοπίστρια [utopístria] Ο27 : χαρακτηρισμός γι΄ αυτόν που δημιουργεί μια ουτοπία ή πιστεύει σε ουτοπίες: Οι ουτοπιστές της παγκόσμιας επανάστασης / της πλήρους ισότητας / της διαρκούς ειρήνης. || (ως επίθ.): Ουτοπιστές σοσιαλιστές, οι σοσιαλιστές πριν από το Mαρξ.
[λόγ. < γαλλ. utopiste < utop(ie) = ουτοπ(ία) -iste = -ιστής· λόγ. ουτοπισ(τής) -τρια]
- ουτοπιστικός -ή -ό [utopistikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται σε ουτοπιστή. 2. ουτοπικός.
[λόγ. ουτοπιστ(ής) -ικός]
- ούτω [úto] επίρρ. : (λόγ.) μόνο στις εκφράσεις και ~ καθεξής*. ~ πως, έτσι ακριβώς.
[λόγ. < αρχ. οὕτω]
- ούτως [útos] επίρρ. : (λόγ.) έτσι, στις εκφράσεις ~ ώστε, έτσι ώστε, για να, με αποτέλεσμα: Ξεκίνησα να διαβάζω από το Mάρτιο, ~ ώστε να είμαι έτοιμος για τις εξετάσεις του Iουνίου. ~ ή άλλως*.
[λόγ. < αρχ. οὕτως]
- ουφ [úf] & οφ [óf] επιφ. : αναστεναγμού· δηλώνει: 1. αγανάκτηση, δυσφορία, απογοήτευση, κούραση κτλ.: ~ βαρέθηκα! ~ δεν αντέχω άλλο! ~ κι αυτός με την πολυλογία του, μας κούρασε. ~ δεν είναι δουλειά αυτή / ζωή αυτή! 2. ανακούφιση, χαρά: ~ τέλειωσε κι αυτή η μέρα! ~ επιτέλους σε βρήκα!
[ηχομιμ.]
- ούφο το [úfo] Ο (άκλ.) : (προφ.) 1. ο ιπτάμενος δίσκος. 2. μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο με μειωμένη νοημοσύνη.
[λόγ. < αγγλ. UFΟ αρκτικόλ. U(nidentified) F(lying) Ο(bject) `ανεξακρίβωτο ιπτάμενο αντικείμενο΄]
- ουχί [uxí] αποφατικό μόριο. : (λόγ., ειρ.) όχι: Εσύ το είπες αυτό και ~ εγώ.
[λόγ. < αρχ. οὐχί]



