Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [1091 - 1100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ούριος -α -ο [úrios] Ε6 : ~ άνεμος, που είναι ευνοϊκός για την κίνηση ενός πλοίου· πρί μος: Tο πλοίο ταξιδεύει με ούριο άνεμο. || (μτφ.): Φυσάει ~ άνεμος, επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες.
[λόγ. < αρχ. οὔριος]
- ουρλιάζω [urlázo] Ρ2.2α : 1. (για ζώο) βγάζω διαπεραστική και παρατεταμένη φωνή: Ουρλιάζει ο λύκος / το τσακάλι / η ύαινα. Ο σκύλος ούρλια ξε άγρια / λυπητερά. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) βγάζω φωνή που μοιάζει με ουρλιαχτό ζώου: Ο τραυματίας ούρλιαζε από τον πόνο. || φωνάζω πολύ δυνατά: Bγες έξω, ούρλιαξε θυμωμένος. β. δημιουργώ ήχο που μοιάζει με ουρλιαχτό ζώου: Ουρλιάζει ο άνεμος / η θύελλα. Ουρλιάζουν οι σειρή νες.
[μσν. *ουριάζω (πρβ. μσν. ουριασμός `ούρλιασμα΄) < αρχ. ὠρ(ύομαι) μεταπλ. -ιάζω με επίδρ. του ιταλ. urlare (ίδ. σημ.)]
- ούρλιασμα το [úrlazma] Ο49 : η ενέργεια του ουρλιάζω.
[ουρλιασ- (ουρλιάζω) -μα]
- ουρλιαχτό το [urlaxtó] Ο38 : 1. η διαπεραστική και παρατεταμένη φωνή μερικών ζώων: Ένα ~ λύκου / σκύλου / τσακαλιού. Tο ~ του γουρουνιού που το σφάζουν. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) φωνή που μοιάζει με ουρλιαχτό: ~ πόνου / τρόμου. β. ήχος που μοιάζει με ουρλιαχτό: Tο ~ του ανέμου.
[ουρλιακ- (ουρλιάζω) -τό, ουδ. του -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- ούρο το [úro] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : διαφανές υγρό με ιδιάζουσα οσμή, το οποίο δημιουργείται στα νεφρά, αποθηκεύεται στην ουροδόχο κύστη και χύνεται έξω περνώντας από την ουρήθρα· κάτουρο: Ούρα ανθρώπου / ζώου. Aκράτεια ούρων, αδυναμία του ανθρώπου να τα συγκρατήσει. Aνάλυση / καλλιέργεια ούρων, μικροβιολογική εξέταση των ούρων κάποιου για διαγνωστικούς σκοπούς. Διαπιστώθηκε ύπαρξη σακχάρου / αίματος στα ούρα του ασθενή.
[λόγ. < αρχ. οsρον]
- ουρο- [uro] & ουρό- [uró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ουρ- [ur], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ανατ., ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στα ούρα: ~γεννητικός, ~γόνος, ~δόχος, ~φόρος. 2. στο ουροποιητικό σύστημα του ανθρώπινου σώματος: ουραγωγός, ουραιμία, ~γραφία, ~λιθίαση, ουρόλιθος, ~λοίμωξη· ~λόγος.
[λόγ. < διεθ. ur(o)- < θ. του αρχ. ουσ. οsρο(ν) ως α' συνθ.: ουρο-λιθίαση < νλατ. urolithiasis, ουρο-ποιητικός < γαλλ. uréopoiétique, ουρο-γραφία < διεθ. uro- + graphy]
- ουρογεννητικός -ή -ό [urojenitikós] Ε1 : (ανατ.) Ουρογεννητικό σύστημα, τμήμα του οργανισμού που ανήκει και στο ουροποιητικό και στο γεννητικό σύστημα.
[λόγ. ουρο- + γεννητικός μτφρδ. γαλλ. uro-génital]
- ουροδοχείο το [uroδoxío] Ο39 : μικρό δοχείο κατάλληλο για να ουρούν οι ασθενείς.
[λόγ. < ελνστ. οὐροδοχεῖον]
- ουροδόχος -ος / -α -ο [uroδóxos] Ε14 : (ανατ.) ~ κύστη, στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα πριν οδηγηθούν έξω από τον οργανισμό μέσο της ουρήθρας.
[λόγ. < ελνστ. οὐροδόχος]
- ουρολιθίαση η [uroliθíasi] Ο33 : (ιατρ.) σχηματισμός ουρολίθων στο ουροποιητικό σύστημα.
[λόγ. < γαλλ. urolithiasis < uro- = ουρο- + lithiasis < αρχ. λιθία(σις) -ση]



