Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ο
1.210 εγγραφές [1151 - 1160]
όφις ο [ófis] Ο γεν. και όφεως : (λόγ.) το φίδι. (έκφρ.) ο ~ με ηπάτησε, για αποποίηση ευθυνών.

[λόγ. < αρχ. ὄφις]

οφίς το [ofís] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) στενός και συνήθ. μακρύς διάδρομος που οδηγεί στα διάφορα δωμάτια ενός διαμερίσματος.

[λόγ. < γαλλ. office]

οφσάιντ το [ofsáid] & οφσάιτ το [ofsáit] Ο (άκλ.) : (ποδ.) αντικανονική θέση ενός παίχτη, ο οποίος δέχεται την μπάλα, ενώ κανένας αντίπαλος παίχτης εκτός από τον τερματοφύλακα δεν υπάρχει ανάμεσα σ΄ αυτόν και στην εστία της αντίπαλης ομάδας: Ο διαιτητής σφύριξε ~. Tο γκολ ακυρώθηκε ως ~. || (μτφ.): Είναι κάποιος ~, συμπεριφέρθηκε αντικανονικά, είναι εκτός θέματος, ορίων κτλ.

[αγγλ. off side· αποηχηροπ. του τελικού [d > t] ]

όφσετ το [ófset] Ο (άκλ.) : (τυπ.) μέθοδος κατά την οποία η εκτύπωση γίνεται αρχικά σε επιφάνεια με ειδική επίστρωση και από αυτή σε χαρτί. || (ως επίθ.): Tεχνική / εκτύπωση ~. Xαρτί ~, που χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη εκτύπωση.

[λόγ. < αγγλ. offset]

οχ [óx] επιφ. : (προφ.) δηλώνει κούραση, πόνο, απελπισία, έντονη δυσαρέσκεια, αδιαφορία κτλ.: ~, Θεέ μου! ~ τι καημός είναι αυτός! ~ ξέχασα να του τηλεφωνήσω! || (ως ουσ.): Ένα ~ βγαίνει από μέσα του, για μεγάλη στενοχώρια.

[ηχομιμ.]

οχαδερφισμός ο [oxaδerfizmós] Ο17 (χωρίς πληθ.) : συμπεριφορά, τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από αδιαφορία, έλλειψη ενεργητικότητας, αποποίηση ευθυνών κτλ.

[λόγ. < φρ. οχ αδερφ(έ) -ισμός]

οχεία η [oxía] Ο25 : (λόγ., για αρσ. ζώο) ζευγάρωμα με το θηλυκό.

[λόγ. < αρχ. ὀχεία]

όχεντρα η [óxendra] Ο27α : (λαϊκότρ.) η οχιά.

[μσν. όχεντρα ίσως < αρχ. ἔχιδνα ( [e > o] από παρετυμ. όφις, και -εντρα από παρετυμ. σκολόπεντρα)]

οχετός ο [oxetós] Ο17 : 1. γενική ονομασία αγωγών, ιδίως υπόγειων, που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά νερών, ιδίως βρόμικων· (πρβ. υπόνομος). 2. (μτφ., μειωτ.) για να χαρακτηρίσουμε πολλές αθυροστομίες, βρισιές ή βρομόλογα· (πρβ. βόθρος): ~ ύβρεων.

[λόγ. < αρχ. ὀχετός `λούκι νερού, κανάλι΄]

οχεύω [oxévo] Ρ5.1α : (λόγ., για αρσ. ζώο) ζευγαρώνω με το θηλυκό.

[λόγ. < αρχ. ὀχεύω]

< Προηγούμενο   1... 114 115 [116] 117 118 ...121   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες