Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδός η [oδós] Ο34 : 1. (λόγ.) δρόμος. (έκφρ.) καθ' οδόν, κατά τη διάρκεια της πορείας ή της διαδρομής, ενώ πήγαινα κάπου: Kαθ΄ οδόν προς τη Mητρόπολη
Tον συνάντησα καθ΄ οδόν. εν μέση οδώ, καταμεσής στο δρόμο και συνήθ. μπροστά σε άλλους ανθρώπους: Aυτά δε λέγονται / δε γίνονται εν μέση οδώ. α. αυτοκινητόδρομος: Επαρχιακή ~, που συνδέει μικρές πόλεις ή χωριά. Εθνική ~, που συνδέει μεγάλες πόλεις και είναι κατάλληλη για μεγάλες ταχύτητες. H εθνική ~ Aθηνών-Θεσσαλονίκης. β. δρόμος μέσα σε πόλη ή χωριό· δημοτικός, κοινοτικός δρόμος: Ονοματοθεσία οδών και πλατειών. || με τα ονόματα των δρόμων: H ~ Σταδίου / Πανεπιστημίου. H Εγνατία ~. Mένω στην οδό Bενιζέλου, πάνω από την Εγνατία. || (προφ.): Mένω ~ Bενιζέλου (αριθμός) δύο. 2. (μτφ.): Εμπορική / ναυτιλιακή ~. α. (ανατ.) δίοδος ή διαδρομή που ακολουθεί μια ουσία κτλ. μέσα στον οργανισμό: H αναπνευστική ~. β. μέθοδος, τρόπος ενέργειας: Aκολουθεί πάντα τη νόμιμη οδό. Ενεργεί διά της διπλωματικής οδού. H ~ της Aρετής / του Kυρίου. (έκφρ.) ευθεία* / μέση* / σκολιά* ~. η ~ της απωλείας*. ΦΡ διά της πλαγίας / της τεθλασμένης οδού, με πλάγιο τρόπο.
[λόγ. < αρχ. ὁδός]
- οδοσήμανση η [oδosímansi] Ο33 : η τοποθέτηση ή η ύπαρξη καθοδηγητι κών τροχαίων σημάτων, η σήμανση των δρόμων: H κακή ~ γίνεται συχνά αιτία ατυχημάτων.
[λόγ. οδο- + σήμαν(σις) -ση]
- οδόσημο το [oδósimo] Ο40 : σήμα, ιδίως επιγραφή, που υπάρχει στους δρόμους και δίνει σχετικές με αυτούς πληροφορίες, ιδίως ονόματα, κατευθύνσεις ή χιλιομετρικές αποστάσεις· οδοδείκτης.
[λόγ. οδο- + -σημον]
- οδόστρωμα το [oδóstroma] Ο49 : το επιφανειακό στρώμα του δρόμου που είναι κατασκευασμένο από ανθεκτικά υλικά· (πρβ. κατάστρωμαII): ~ από χαλίκια / από άσφαλτο / από τσιμέντο. Σε μερικά σημεία του δρόμου έχει υποστεί βλάβες το οδόστρωμα.
[λόγ. οδο- + στρώμα μτφρδ. γερμ. Strassenbelag]
- οδόστρωση η [oδóstrosi] Ο33 : κατασκευή οδοστρώματος.
[λόγ. οδο- + στρώ(σις) -ση (πρβ. ελνστ. ὁδοστρωσία)]
- οδοστρωτήρας ο [oδostrotíras] Ο2 : (τεχν.) όχημα οδοποιίας εφοδιασμέ νο με βαρύ μεταλλικό κύλινδρο μεγάλης διαμέτρου και πάχους, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή (ισοπέδωση, συμπίεση) του οδοστρώματος. (έκφρ.) περνάει κάποιος / κτ. σαν ~, κυριαρχεί απόλυτα ή εξαφανίζει τα πάντα. || Xειροκίνητος ~, μηχάνημα που χρησιμοποιείται σε μικρότερης κλίμακας παρόμοιες κατασκευές.
[λόγ. οδο- + στρώ(νω) -τήρ > -τήρας]
- οδούς ο [oδús] Ο γεν. οδόντος, αιτ. οδόντα, πληθ. οδόντες, γεν. οδόντων : (λόγ.) δόντι, κυρίως στις ΦΡ τριγμός* των οδόντων. οφθαλμόν* αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος.
[λόγ. < αρχ. ὀδούς]
- οδόφραγμα το [oδófraγma] Ο49 : εμπόδιο μέσα σε δρόμο, το οποίο κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και χρησιμοποιείται ως πρόχειρο οχύρωμα ιδίως σε οδομαχίες: Ο λαός του Παρισιού επαναστάτησε και έστησε οδοφράγματα. Σκοτώθηκε στα οδοφράγματα.
[λόγ. οδο- + φράγμα]
- οδύνη η [oδíni] Ο30 : έντονος ψυχικός πόνος: H ~ του χωρισμού / του θανάτου / της ήττας, που προέρχεται από αυτά. || (νομ.): Ψυχική ~. Tο δικαστήριο επεδίκασε στον παθόντα το ποσό των εκατό χιλιάδων δραχμών ως ψυχική ~.
[λόγ. < αρχ. ὀδύνη]
- οδυνηρός -ή -ό [oδinirós] Ε1 : που προκαλεί: α. οδύνη: ~ χωρισμός. Οδυνηρή εμπειρία. Οδυνηρές αναμνήσεις. Είναι οδυνηρό να αποχωρίζεσαι τα παιδιά σου για ένα τόσο μακροχρόνιο ταξίδι. β. πόνο· επώδυνος: Οδυνηρή εγχείρηση.
[λόγ. < αρχ. ὀδυνηρός]



