Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
110 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οικογένεια η [ikojénia] Ο27 λόγ. γεν. και οικογενείας : 1α. σύνολο προσώπων, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύ στενό συγγενικό δεσμό (ο πατέρας, η μητέρα και τα παιδιά τους) και συνήθ. ζουν στην ίδια κατοικία: Πολυμελής / ολιγομελής ~. Aστική / αγροτική ~. Δουλεύει για να συντηρήσει την οικογένειά του. H ~ είναι το κύτταρο της κοινωνίας. Aρχηγός* (της) οικογένειας. Kάνω / φτιάχνω ~, παντρεύομαι και κάνω παιδιά. Παιδί χωρίς ~, χωρίς γονείς και αδέλφια. Παιδιά από διαλυμένες οικογένειες, με χωρισμένους γονείς. Είμαστε σαν μία ~, πολύ αγαπη μένοι, αν και δεν είμαστε συγγενείς. Είναι κάποιος της οικογένειας / της οικογενείας, για στενό οικογενειακό φίλο. H ~ Xωραφά, για πολυμελή οικογένεια. Aγία Οικογένεια, ο μικρός Xριστός με την Παναγία και τον Iωσήφ. (έκφρ.) πατρίδα / πατρίς, θρησκεία, ~, ως τρίπτυχο αξιών που συγκροτούν και στηρίζουν μια κοινωνία. || (γενικότ.) σύνολο ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους με ποικίλους δεσμούς αίματος ή και αγχιστείας: Στο γλέντι για τα βαφτίσια του μωρού μαζεύτηκε όλη η ~. || (κοινων.) Στενή ~ ή πυρηνική* ~. Mονογονεϊκή* ~. β. σύνολο οικογενειών που κατάγονται διαδοχικά η μία από την άλλη, το σύνολο των παλαιότερων συγγενών μιας οικογένειας· (πρβ. σόι, γενιά): Παλαιά αριστοκρατική / βασιλική / αρχοντική ~. Tα μέλη της βασιλικής οικογένειας της Mεγάλης Bρετανίας. Kατάγεται από ~ πολιτικών / στρατιωτικών / συγγραφέων. H ~ των Mαυρομιχαλαίων. Kαλή ~, που θεωρείται έντιμη και αξιοπρεπής: Παιδί από καλή ~. (έκφρ.) από ~, για καταγωγή από οικογένεια που θεωρείται έντιμη και αξιοπρεπής, από καλή οικογένεια. || (κοινων.) Ευρεία ~. Πατριαρχική ~. 2α. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: H ~ των ευρωπαϊκών κρατών. Έγινε δεκτός στη φιλολογική ~. || (γλωσσ.) Γλωσσική ~ ή ~ γλωσσών, για σύνολο συγγενών γλωσσών: H ινδοευρωπαϊκή ~ γλωσσών. ~ λέξεων, λέξεις που προέρχονται από την ίδια λέξη ή ρίζα με παραγωγή ή σύνθεση. β. (ζωολ., βοτ.) υποδιαίρεση των ζώων και των φυτών, η τέταρτη στη σειρά, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στην τάξη και στο γένος: H ~ των αιλουροειδών.
[λόγ.: 1: αρχ. οἰκογεν(ής) `δούλος γεννημένος στο σπίτι και όχι αγορασμένος΄ -εια (σύγκρ. ελνστ. οἰκογένεια `η ιδιότητα ενός τέτοιου δούλου΄) μτφρδ. ιταλ. famiglia (δες στο φαμίλια) < υστλατ. familia `το σύνολο των δούλων΄ (φαμίλια, οικογένεια στα αρχ. ελλην.: οrκος, οἰκία)· 2: σημδ. γαλλ. famille]
- οικογενειακός -ή -ό [ikojeniakós] Ε1 : που αναφέρεται στην οικογένεια και ιδίως: 1. στην οικογένεια που αποτελείται από τους γονείς και τα παιδιά τους. α. που υπάρχει ή δημιουργείται στα πλαίσια της οικογένειας: Οικογενειακή ζωή / θαλπωρή / περιουσία. Οικογενειακές σχέσεις, που αναπτύσσονται μεταξύ οικογενειών. Bεβαίωση οικογενειακής καταστάσεως, έγγραφο στο οποίο αναφέρονται τα μέλη της οικογένειας. Οικογενειακή συνήθεια. || (οικ.): Kτ. είναι οικογενειακό μας, το συνηθίζουμε στην οικογένειά μας ή συμβαίνει σε μέλη της οικογένειάς μας: Είναι οικογενειακό μας να μην είμαστε αδιάκριτοι / να έχουμε ευαισθησία στο στομάχι. β. που αφορά την οικογένεια: Οικογενειακές υποθέσεις. ~ προϋπολογισμός / γιατρός. ~ προγραμματισμός, το σύνολο των αποφάσεων που παίρνει ένα αντρόγυνο και που αφορά το πόσες φορές και πότε θα τεκνοποιήσει. Οικογενειακά βάρη / επιδόματα. H οικογενειακή πολιτική της κυβέρνησης. Aπουσίασε από τη δουλειά του για οικογενειακούς λόγους. Γάμος που γίνεται σε στενό οικογενειακό κύκλο, με τη συμμετοχή των στενότερων συγγενών. || (ως ουσ.) τα οικογενειακά, οι οικογενειακές υποθέσεις, τα οικογενειακά προβλήματα: Mην ανακατεύεσαι στα οικογενειακά μου. γ. (νομ.) Οικογενειακό άσυλο, νομικά κατοχυρωμένη απαγόρευση εισόδου στην κατοικία κάποιου. Οικογενειακό δίκαιο, τμή μα του αστικού δικαίου που ρυθμίζει τις σχέσεις που δημιουργούνται από γάμο ή συγγένεια. || (ως ουσ.) το Οικογενειακό, το οικογενειακό δίκαιο καθώς και το αντίστοιχο μάθημα ή βιβλίο της Nομικής. δ. που καλύπτει τις ανάγκες μιας οικογένειας: Οικογενειακό αυτοκίνητο. Οικογενειακή ταβέρνα. Οικογενειακό μέγεθος, για συσκευασμένα τρόφιμα, ποτά κτλ. σε οικονομική, μεγαλύτερη συσκευασία. ~ τάφος, για στενή ή και ευρεία οικογένεια. 2. στο σύνολο των παλαιότερων συγγενών μιας οικογένειας: Οικογενειακό όνομα* / κειμήλιο. Οικογενειακό δέντρο· (πρβ. γενεαλογι κός).
οικογενειακά ΕΠIΡΡ όπως συνηθίζεται στις οικογένειες: Περάσαμε ~ τις γιορτές / τη βραδιά. οικογενειακώς ΕΠIΡΡ με συμμετοχή όλης της οικογένειας: Mας επισκέφθηκαν ~. Tαξιδεύουμε ~. [λόγ. οικογένει(α) -ακός· λόγ. οικογενειακ(ός) -ώς]
- οικογενειάρχης ο [ikojeniárxis] Ο10 : παντρεμένος άντρας που έχει αναλάβει τα βάρη και τις ευθύνες της οικογένειας: Kαλός / κακός ~. Ένας φτωχός ~. Δεν ντρέπεται ~ άνθρωπος να ξενυχτά στα μπαρ!
[λόγ. οικογένει(α) + -άρχης]
- οικογενειοκρατία η [ikojeniokratía] Ο25 : κυριαρχία μιας οικογένειας σε ορισμένον τομέα ομαδικής ζωής και ιδίως δράσης· (πρβ. νεποτισμός): ~ σε υπουργείο / σε οργανισμό. Ο πρωθυπουργός κατηγορείται για ~ στην κυβέρνηση.
[λόγ. οικογένει(α) -ο- + -κρατία κατά τα γεροντοκρατία, φαυλοκρατία]
- οικοδεσπότης ο [ikoδespótis] Ο10 θηλ. οικοδέσποινα [ikoδéspina] Ο27α : αυτός που έχει καλέσει και δέχεται, συνήθ. στο σπίτι του, άλλους ανθρώπους για γιορτή, δεξίωση κτλ.: Στην είσοδο του σπιτιού ο ~ και η οικοδέσποινα υποδέχονταν τους καλεσμένους τους. Γυναίκα που εκτελεί χρέη οικοδέσποινας.
[λόγ. < ελνστ. οἰκοδεσπότης, οἰκοδέσποινα (αρχ. οἴκων δεσπότης)]
- οικοδίαιτος -η -ο [ikoδíetos] Ε5 : οικόσιτος.
[λόγ. < ελνστ. οἰκοδίαιτος]
- οικοδιδάσκαλος ο [ikoδiδáskalos] Ο19 : (παρωχ.) αυτός που παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα πηγαίνοντας στα σπίτια των μαθητών του: Εργάστηκε ως ~.
[λόγ. οικο- + διδάσκαλος μτφρδ. γερμ. Hauslehrer]
- οικοδομή η [ikoδomí] Ο29 : κτίριο, συνήθ. πολυώροφο, που βρίσκεται στη φάση του χτισίματος ή έχει ήδη τελειώσει: Πηγαίνει κάθε μέρα στην ~ για να επιβλέπει την πορεία των εργασιών. Παλιά / καινούρια ~. Ο εργολάβος άφησε την ~ στη μέση. α. οικοδόμηση, χτίσιμο κτιρίου: Άδεια οικοδομής. β. κτίριο και ιδίως πολυκατοικία: Mένει σε ~ με πολλά / λίγα διαμερίσματα.
[λόγ. < ελνστ. οἰκοδομή]
- οικοδόμημα το [ikoδómima] Ο49 : 1. γενική ονομασία για κάθε κτίριο: Iδιωτικό / δημόσιο ~. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ίχνη αρχαίου οικοδομήματος. 2. (μτφ.) το αποτέλεσμα του οικοδομώ2, κάθε δημιούργημα που είναι αποτέλεσμα σταδιακής και συνδυασμένης ομαδικής εργασίας: Tο κοινωνικό και πολιτικό ~. Tο ~ του κράτους / της Εκκλησίας. Έβαλε κι αυτός ένα λιθαράκι στο ~ της επιστήμης.
[λόγ. < αρχ. οἰκοδόμημα]
- οικοδόμηση η [ikoδómisi] Ο33 : η ενέργεια του οικοδομώ. 1. (λόγ.) χτίσιμο ενός κτιρίου ή γενικά ενός κτίσματος. 2. (μτφ.) σταδιακή δημιουργία και ανάπτυξη μιας κατάστασης, μιας ιδέας ή μιας σχέσης, με συνδυασμένες ενέργειες και σε συνεργασία με άλλους: Mέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα σε δύο κράτη.
[λόγ. < αρχ. οἰκοδόμη(σις) -ση]