Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ούτως
1 εγγραφή
ούτως [útos] επίρρ. : (λόγ.) έτσι, στις εκφράσεις ~ ώστε, έτσι ώστε, για να, με αποτέλεσμα: Ξεκίνησα να διαβάζω από το Mάρτιο, ~ ώστε να είμαι έτοιμος για τις εξετάσεις του Iουνίου. ~ ή άλλως*.

[λόγ. < αρχ. οὕτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες