Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχιά
1 εγγραφή
οχιά η [oxá] Ο24 : 1. είδος δηλητηριώδους φιδιού, πολύ γνωστό στην Ελλάδα: Tο κεφάλι / η ουρά της οχιάς. Δάγκωμα οχιάς. 2. (μτφ.) για άνθρωπο πολύ κακό, ύπουλο και επομένως επικίνδυνο· φίδι: Tον εμπιστεύτηκα, γιατί δεν ήξερα τι ~ είναι! ΦΡ (προφ.) όχι. -~, επιτιμητική απάντηση σε άτομο που λέει συνέχεια όχι.

[αρχ. ἔχις με επίδρ. του όφις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες