Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουγγαρέζικος
1 εγγραφή
ουγγαρέζικος -η -ο [uŋgarézikos] Ε5 : ουγγρικός: Ουγγαρέζικο άλογο. || (ως ουσ.) τα ουγγαρέζικα, η ουγγρική γλώσσα.

[Ουγγαρέζ(ος) -ικος < παλ. ιταλ. ungar(o) [úŋg-] -έζος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες