Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οστρακιά
1 item total
οστρακιά η [ostraká] Ο24 : μολυσματική αρρώστια που χαρακτηρίζεται από πυρετό, κόκκινα εξανθήματα και απολέπιση του δέρματος: Επιδημία οστρακιάς.

[αρχ. ὄστρακ(ον) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go