Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- οστρακιά η [ostraká] Ο24 : μολυσματική αρρώστια που χαρακτηρίζεται από πυρετό, κόκκινα εξανθήματα και απολέπιση του δέρματος: Επιδημία οστρακιάς.
[αρχ. ὄστρακ(ον) -ιά]



